Αφιερωμένο στον @ Pgetsos για την χθεσινή του "απέχθεια" στο σύνθημα που ακούστηκε στην Σμύρνη για την πρέζ@ και με άπειρα συγχαρητήρια και τρομερή εκτίμηση στον RoMaN, αν ισχύει η δήλωση του σε "λάθος topic"!!!Ale έγραψε:Ποτέ δεν μπορούσες να το συνηθίσεις. Κάθε φορά ήταν κι ένα καινούργιο σοκ, μία ακόμα υπενθύμιση ποιος είναι ο δρόμος που δεν πρέπει να πάρεις.Κώδικας: Επιλογή όλων
http://isovitis.gr/index.php/palia/896-drakos
Ποτέ. Το έβλεπες μπροστά σου αυτό που δεν πρέπει να γίνεις. Έβλεπες τη μεταμόρφωση, έβλεπες το γέρασμα από τη μια στιγμή στην άλλη. Παιδιά που έλαμπαν, παλικάρια, ο ορισμός της Παοκτσήδικης τρέλας έξι-εφτά ώρες στο δρόμο μαζί τους. Παοκολέ, Παοκολέ, άιντε ρε, φωνάχτε ρε, όλοι όρθιοι ρε, όρθιοι θα μπούμε στην Αθήνα ρε, πάμε ρεεε. Κι εκείνο το μοναδικό, το ανεπανάληπτο Παοκτσήδικο χιούμορ στις εκδρομές, θα πλήρωνα εισιτήριο και μόνο για να τους ακούω να σκαρφίζονται τη μία βλακεία μετά την άλλη, επιτόπου, ποιητές εκ του προχείρου, αυτοσχέδια συνθήματα που δεν ειπώθηκαν ξανά ποτέ, πειράγματα, οι πίσω με τους μπροστά, οι δεξιά με τους αριστερά, οι παλιοί με τους νέους, ένα πράμα απερίγραπτο τώρα, μια κινούμενη χαρά, ένα μετακινούμενο γλέντι από Θεσσαλονίκη ως την Αθήνα.
Και, λίγη ώρα μετά, να βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους, τους ατρόμητους, αυτούς που λίγο πριν χοροπηδούσαν πάνω στους μπάτσους και τους πουλούσανε τρέλα, αυτούς που ακολουθούσες για να μη χαθείς μέσα στη νύχτα, να κάθονται δίπλα σου στο ίδιο πούλμαν, στην ίδια θέση, γερασμένοι πενήντα χρόνια, άβουλοι, ημιλιπόθυμοι, ετοιμοθάνατοι. Φαντάσματα. Έκλεινες τα μάτια κι όταν τα ξανάνοιγες είχαν εξαφανιστεί οι λεβέντες που προσπαθούσες να αντιγράψεις, να μιλάς όπως μιλάνε και να περπατάς όπως περπατάνε αυτοί, περήφανα, ανέφελα, να μάθεις τα πάντα απ’ αυτούς -να γίνεις όπως αυτοί. Και σου ερχότανε η κατραπακιά: Όχι, δεν πρέπει να γίνεις όπως αυτοί. Έχει δράκο το παραμύθι.
Πώς να τα ξεχωρίσεις και τι να πρωτοξεθολώσεις μέσα σ’ εκείνο το μυαλό των δεκαπέντε χρόνων. Το θαύμαζες αυτό το πράμα, τη μόνιμη, όμορφη τρέλα, την αυθεντική μαγκιά σε κάθε κίνηση και κάθε ατάκα, τότε που η μαγκιά ήταν μόνο γνήσια αλλιώς σε ξεβράκωνε μπροστά σε όλους. Αλλά έβλεπες και την άλλη πλευρά, το σκοτάδι. Πώς να ελιχθείς, πώς να τους ακολουθήσεις σε όσα τους ομόρφαιναν και πώς να μην κάνεις τα άσχημα. Εκεί επιστρέφω όταν ψάχνω κουράγια στη ζωή μου, ακόμα και σήμερα -αφού τα κατάφερες τότε, θα τα καταφέρνεις πάντα.
Δεν έχει πλάκα. Δεν είναι πλάκα. Δεν το καταλαβαίνεις -ούτε να το φανταστείς μπορείς, αν δεν έχει κάτσει δίπλα σου. Άλλο η ζωή, άλλο ο θάνατος, άλλο να πεθαίνεις κάθε μέρα κι από λίγο. Να βλέπεις το ρολόι τους να μετράει αντίστροφα, όταν το δικό σου ακόμα δεν έχει αρχίσει να παίρνει μπρος. Έχει καιρό που είπα ένα ψέμα στην κόρη μου, υπάρχουν φαντάσματα, μπαμπά; Όχι, παιδί μου, δεν υπάρχουν. Δηλαδή, δεν έχεις δει ποτέ σου φάντασμα; Όχι, δεν έχω δει. Κι ας έχω δει. Δεκάδες φαντάσματα. Δίπλα τους καθόμουν, μαζί τους ταξίδευα. Με στοίχειωναν. Όλη η χαρά, όλη η καύλα της εκδρομής γινόταν καπνός σε λίγα λεπτά, βλέποντας τα συντρόφια της Κυριακής να βυθίζονται με τις κόρες χαμένες σ’ έναν εφιάλτη λίγα εκατοστά δίπλα μου. Πώς πέρασες; Καλά, καλά. Καλή εκδρομή; Καλή, καλή.
Λιποθύμησε στην παραδιπλανή θέση. Ακόμα δεν είχαμε βγει από την πόλη, το πούλμαν έτρεχε, στο ρυθμό του περιπολικού ή της κλούβας μπροστά. Ησυχία, κανείς δε μιλούσε. Κούραση, αλλά και αγωνία, τα νεύρα στην τσίτα, στο πρώτο μπουμ στα τζάμια θα φρενάραμε και θα κατεβαίναμε -το ήξερε ο οδηγός, το είχαμε συμφωνήσει. Δε θα γινόμασταν κινητός στόχος, όποιος είχε στήσει καρτέρι όπως φεύγαμε θα το πλήρωνε. Μέχρι να το πάρουν χαμπάρι οι μπάτσοι μπροστά, μπορεί να τους είχαμε τσακώσει. Χύθηκε στη θέση του, τρέμοντας, ο διπλανός του πάγωσε, από πού να τον πιάσει. Ακούστηκαν τα έντερά του στην ησυχία, τα ‘κανε πάνω του. μ@λ@κες, αυτός χέστηκε. Φορούσε μια γκρίζα φόρμα, η μισή είχε γίνει καφέ. Όπως ήταν γερμένος προς το διπλανό του, που του κρατούσε το κεφάλι να στηρίζεται, βογγούσε, έβγαζε κάτι θορύβους.
Έπιασε η μπόχα όλο το λεωφορείο. Γέμισε η θέση σκατά, η φόρμα έσταζε απ’ τη διάρροια, οι τριγύρω αναγουλιάσαμε, ανοίξαμε τα παράθυρα. Μπήκε ο παγωμένος αέρας, σηκώσαμε τα κασκόλ στο λαιμό. Άλλοι κοιτούσαν, άλλοι έβγαζαν τα κεφάλια από το παράθυρο. Στη μέση του πούλμαν. Σκατά παντού. Απίστευτη βρώμα, το ταξίδι, το μάντρωμα, ο ηλεκτρικός, το τρέξιμο, η κερκίδα, οι μπάτσοι, οι κοτρώνες, τα γκλομπ και τώρα είχες έξι-εφτά ώρες ταξίδι και σου τυχαίνει αυτό. Τι κάνεις. Όπως κουνιόταν ο τύπος λερωνόταν και πιο πολύ, ακούστηκαν ξανά τα έντερά του, νέος γύρος, μια ομαδική γκριμάτσα αηδίας τριγύρω, κι άλλη διάρροια, κι άλλα καφέ υγρά στην γκρίζα του φόρμα, τι έγινε, μεγάλε, σιχάθηκες που τα διαβάζεις, σου ‘ρθε εμετός, άντε γαμήσου, μεγάλε, εγώ σου γράφω για κάτι που έζησα κι εσύ σιχαίνεσαι μόνο που το κάνεις εικόνα; Σκατά, αυτή είναι η λέξη, σκατά παντού. Υγρά σκατά, τρέχανε τώρα από τα μπατζάκια της φόρμας, το λεωφορείο συνέχιζε να βγαίνει από την Αθήνα, ήσυχα όλα, κανείς δε μας την έπεσε τελικά.
Κι εκείνη τη στιγμή πρέπει να κάνεις κάτι. Τι κάνεις. Εφτά ώρες θα ταξιδεύεις μαζί του ως τη Θεσσαλονίκη. Καθαρά ρούχα να του δώσεις δεν έχεις. Στάση να κάνεις δεν υπάρχει περίπτωση, τουλάχιστο μέχρι να φτάσεις σε ασφαλές για τους μπάτσους σημείο. Πρέπει να καθαρίσεις και τα σκατά, αλλιώς θα τα μυρίζεις τόσες ώρες. Ο διπλανός του με βλέμμα χαμένο, από τη μια έλεγε να ανεβεί πάνω από τη θέση και να φύγει από ‘κεί, από την άλλη κάποιος έπρεπε να τον κρατάει να μη χυθεί στο πάτωμα. Τι κάνεις. Και την μπόχα να αντέξεις, δεν μπορείς να τον αφήσεις με το σκατό κολλημένο επάνω του σε όλη τη διαδρομή. Τι κάνεις. Κοιτιέσαι με τους δίπλα, ποιος θα ‘ναι ο πιο γενναίος που θα προτείνει κάτι, γιατί αν το προτείνεις θα πρέπει και να το κάνεις. Αλλά τι κάνεις. Είναι μεσάνυχτα και στο σπίτι θα φτάσεις το άλλο πρωί.
Δεν μπορώ να το παλέψω αυτό το συναίσθημα, την ντροπή που νιώθω για κάθε ηλίθιο Παοκτσή που τραγουδάει «ΠΑΟΚ, εκδρομές, ναρκωτικά». Για κάθε ηλίθιο πιτσιρικά, που δεν ξέρει πώς είναι να μεγαλώνεις λειψός και να μετράς απουσίες αλλά, κυρίως, για κάθε ηλίθιο της γενιάς μου που σε κάθε φωτογραφία από τότε βλέπει και ένα φάντασμα. Γιατί η γενιά μου ξέρει, μεγάλωσε μαζί με τον Δράκο, δεν τον άκουσε στα παραμύθια, όπως οι νέοι, τον είχε συνεπιβάτη σε κάθε πούλμαν, σε κάθε εκδρομή, σε κάθε εντός έδρας, εκεί κάτω, χαμηλά, στα τελευταία σκαλιά δίπλα στο κάγκελο, ανάμεσα στην 4 και την 4Α. Την ώρα που θα το ξανατραγουδήσει ο Λαός των ηλιθίων, κλείσε το στόμα εσύ που ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάω, κάνε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη αυτών που μας πήρε ο Δράκος, ψιθύρισε τέσσερα-πέντε ονόματα, δεν μπορεί, τόσα θα έχεις κι εσύ να μετράς απουσίες, όπως κι εγώ, όπως και όλοι. Σταμάτα να τραγουδάς το πιο ανίερο, το πιο προσβλητικό για τη μνήμη των χαμένων αδερφών μας στιχάκι, μπας και μια μέρα σταματήσει να τους σκοτώνει η κερκίδα που τους μεγάλωσε, ξανά και ξανά.
Υπάρχουν στην ζωή μας κατά καιρούς πολλοί "Σατανάδες" που μας περιτρυγυρίζουν!!!
Παιδιά, μάγκες, καρντάσια, όπως κι αν το προτιμάτε, ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ ΑΥΤΟΝ εδώ ΤΟΝ συγκεκριμένο ΣΑΤΑΝΑ!!!
Αυτός ποτέ δεν αστειεύεται και ποτέ δεν ξεγελιέται...
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΜΟΝΟ ΣΚΟΤΩΝΕΙ !!!
