Ad blocker detected: Our website is made possible by displaying online advertisements to our visitors. Please consider supporting us by disabling your ad blocker on our website.
Ο τεχνικός ο διευθυντής , θέλω να περιμένει,
να βρει ομάδα έτοιμη και απο πριν στρωμένη.
Κι'όσο για τον προπονητή, κανείς να μη μιλήσει
θα βρει τους παίχτες έτοιμους κι'απλώς θα προπονήσει!
Τώρα τους παίχτες ποιός θα βρει..νομίζω θα ναι ο Σβούρας,
που κόβει το ματάκι του και είναι και είναι και καψούρας.
Οπότε δεν ανησυχώ, ανάβω ένα τσιγάρο,
σε εβδομηνταεφτά σαιζόν πρωτάθλημα θα πάρω!
Καλησπέρα από την πανέμορφη Μυτιλήνη,
μετά από καιρό βγήκα από την ναφθαλίνη,
τα χαιρετίσματά μου σ' όλους τους χρήστες του Paokmania,
που είχαμε να ανταμώσουμε χρόνια και ζαμάνια.
Ας προχωρήσουμε στο ζουμί,ας προσωρήσουμε στο ψητό,
όλα τα χρέη θα τα διαγράψω μονομερώς εγώ,
αυτό είπε ο Σαββίδης και δεν βρήκε καμίαν δικαιολογίαν
και από σήμερα το πρωί μου γαλήνεψε την καρδίαν
Και μιας και δεν μπορώ να κανώ αλλιώς,
ας αναφέρω ότι σε ερωτικό τρίγωνο έμπλεξα και έμεινα παλαβός,
είμαι στο νησί του Μουφλουζέλη
είναι το comeback του φοιτητή Βαγγέλη!
Υ.Γ. 1ον: To τρίτο είναι τελείως άσχετο αλλά άμα δεν έχει το ποιήμα ένα πάει δεν πάει ο ΠΑΟΚ σας γάμαει δεν έχει νοήμα...
2ον:Είναι η πρώτη προσπάθεια μετά από καιρό γι αυτό μην με σταυρώσετε γ@μώ τον ολυμπιακό...
VagosPaok έγραψε:Σήμερα πίναμε παρέα αγάπη μου μεγάλη
που στον τούτο κόσμο δεν υπάρχει άλλη,
σήμερα ήθελα να σου πω το πόσο πολύ σ' αγαπώ
και το πως για τα ματάκια σου εγώ καρδιοχτυπώ...
Υ.Γ.:Δεν γραφει πουθενα για τον ΠΑΟΚ αλλα παει δεν παει ο ΠΑΟΚ γ@μ@ει οποτε νταξει....
Καλα θυμόμουν για καποιο ..ερωτοχτυπημένο Vago.Μεχρι Μυτιλήνη σε τραβηξε ρε Κατερινιωτη?
Welcome back.
kataramenos5 έγραψε:Αγκομαχάει το τρακτέρ
κόλλησε στο χαλίκι
στο πηγαιμό για το χωριό
χάθηκε το σκουλήκι
Οι λύκοι γύρω αλυχτούν
χέστηκε ο κ@ριόλης,
που κάποτε περνιότανε
για αφεντικό της πόλης
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρηµάδια!
Κούτσα µια και κούτσα δυο
της ζωής το ρηµαδιό!
—
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και µ’ αφήναν νηστικό.
—
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
µε κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες µύγα στ’ αχαµνά!
—
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρ
και µε κάµα και βροχή,
ώσπου µου ’βγαινε η ψυχή
—
Είκοσι χρονώ γοµάρι
σήκωσα όλο το νταµάρι
κι έχτισα, στην εµπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
—
Και ζευγάρι µε το βόδι
(άλλο µπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέµατα
τ’ αφεντός τα στρέµµατα
—
Και στον πόλεµ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
—
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιµή της ουρανό!
_
Αλλ’ εµένα σε µια σφήνα
µ’ έδεναν το Μάη το µήνα
στο χωράφι το γυµνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
—
Κι ο παπάς µε την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και µου µίλαε κουνιστός:
— Σε καβάλησε ο Χριστός
—
Δούλευε για να στουµπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καµπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
—
— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
— Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
— Αντραλίζοµαι!… Πεινώ!…
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
—
Κι έλεα: όταν µιαν ηµέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
—
Όχι ξύλο! Φόρτωµα όχι!
Θα µου δώσουνε µια κόχη,
λίγο πιόµα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
—
Κι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει µου το λάδι
κι αµολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
—
η ψυχή µου θε να δράµει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράµη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του! …
—
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
µε πετάξανε µακριά
να µε φάνε τα θεριά.
—
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
— «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
—
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα µε την κουβέντ’ αυτή
πόρτα µού ’κλεισε κι αυτί.
—
Τότενες το µαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει µε βιά:
—
— «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
µα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
—
Αν το δίκιο θες, καλέ µου,
µε το δίκιο του πολέµου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
—
Μη χτυπάς τον αδερφό σου —
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
—
Χάιντε θύµα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύµβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, µονοµιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
—
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».