Τέσσερα χρόνια πριν, στο προηγούμενο μουντομπάσκετ, έγραφα ότι η εθνική μπάσκετ δεν είναι «το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα», αλλά το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της καλύτερης δυνατής εκδοχής μας.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο προπονητής της εθνικής Ρωσίας, Ντέιβιντ Μπλατ, πετούσε με βαριά βοστωνέζικη προφορά τα «disgrace» το ένα μετά το άλλο: Δεν ντρέπεστε;
Τον έβλεπα και τον χαιρόμουνα. Δεν ξέρω αν είναι Παναγία. Δεν ξέρω αν και αυτός θα ήθελε να χάσει. Προφανώς θα ήθελε, ειδάλλως δεν θα ήταν έξαλλος. Ωστόσο αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά: όχι το τι θα ευχόταν αυτός και η ομάδα του να συμβεί, αλλά το τι θα ήταν διατεθειμένος αυτός και η ομάδα του να κάνει, πόσο χαμηλά θα ήταν διατεθειμένος να φτάσει προκειμένου να συμβεί αυτό που ευχόταν. Οπότε, το δίκιο που τον έπνιγε, ακόμα και αν δεν ήταν το δίκιο του ανεπίληπτου, ήταν το δίκιο ενός ανθρώπου που έβαζε ένα πήχη αξιοπρέπειας, κάτω από οποίο η δική μας εθνική δεν είχε κανένα πρόβλημα να πέσει.
Κι επειδή ξεφτίλες δεν είμαστε μόνο εμείς σε αυτόν τον κόσμο, κι επειδή και οι Γάλλοι έκατσαν και έχασαν μετά (μόνο που έχασαν με ένα σουτ περισσότερο από ό,τι ήθελαν, με αποτέλεσμα να την πατήσουμε κι εμείς και αυτοί), βγήκε ο απεσταλμένος της κρατικής τηλεόρασης το βράδυ και έκραζε τον Μπλατ επί ένα πεντάλεπτο, με μια αιτιολογία εντελώς ελληνικής κοπής, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε πως οι Γάλλοι ήταν τελικά οι ρυθμιστές των διασταυρώσεων και όχι εμείς.
Πρόκειται για τον ίδιο δημοσιογράφο που δυο εβδομάδες πριν, στην μυθική κλωτσοπατινάδα με τους Σέρβους, ξεχώριζαν μαζί με το συνάδελφό του τους ανδρείους Έλληνες που έριχναν ξύλο στα ίσα από τις κότες Σέρβους που χτυπούσαν ύπουλα. Και τώρα με όλη την πρέπουσα αηδία για τον ελεεινό προβοκάτορα που λέγεται Μίλος Τεόντοσιτς και με όλη την πολυετή εθνική και παναθηναϊκή αγάπη που έχω στον Αντώνη Φώτση, τέτοια ασταμάτητη μανία αθλητή να πλακώσει αθλητή δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί, όπως και τα -τελικά εντελώς ατιμώρητα- ντιρέκτ του Κώστα Τσαρτσαρή ήταν κορυφαίου επιπέδου, ενώ τα μπουνίδια του Σχορτσιανίτη στον πεσμένο Σέρβο ανήκουν και αυτά στις καλύτερες στιγμές των κόμικς.
Ωστόσο δεν είναι το πλάκωμα το πρόβλημα. Και το πλάκωμα μπορεί τελικά να συμβεί σε κάθε ομάδα, ενώ όσο και αν δεν μπορείς να νιώθεις περήφανος για αυτό, πάντως γίνεται απρογραμμάτιστα, γίνεται με το αίμα να βράζει, πάντως είναι κάτι για το οποίο η όποια ντροπή μπορεί να φύγει μετά από λίγες μέρες.
Το πρόβλημα ήταν η αντιμετώπιση που είχε το πλάκωμα. Σύσσωμη η μπασκετική μασονία έσπευσε να χαϊδέψει τα παραχαϊδεμένα της παιδιά. Ο απηνής διώκτης κάθε όζουσας αθλητικής υπόθεσης Φίλιππος Συρίγος έσπευσε να πάρει την υπόθεση επάνω του (αφού άλλωστε τα μιαρά στοιχεία της εθνικής Λάζαρος Παπαδόπουλος και Παναγιώτης Γιαννάκης αποτελούσαν μακρινό παρελθόν): όχι να μας δέρνουν μέσα στο σπίτι μας και να λέμε και ευχαριστώ! Πάει πολύ.
Η της πλάκας τιμωρία της FIBA προβλήθηκε ως εις βάρος μας σκάνδαλο, ο μη δερβέναγας πλέον της FIBA Γιώργος Βασιλακόπουλος κάτι φώναξε περί ανάγκης δημοκρατικοποίησης των διαδικασιών (!), κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν το σέρβικο λόμπι. Από την πρώτη στιγμή του πλακώματος μια ενιαία μασονική φωνή ακούστηκε: κάτω τα χέρια από την εθνική, εκείνο που προέχει είναι το μετάλλιο. Πάση θυσία όπως φάνηκε.
Γεγονός που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις τελευταίες ημέρες. Το να προβληματίζεται μια ομάδα από μια διασταύρωση με Ισπανία και ΗΠΑ κάθε άλλο παρά παράλογο είναι. Έλα όμως που κρατάει πάρα - πάρα πολλά χρόνια αυτή η κολώνια: όχι με αντιπάλους μεγαθήρια, αλλά ακόμη και με αντιπάλους που θεωρούσε απλώς ότι «της ταίριαζαν καλύτερα», η εθνική μας ήταν πάντα διατεθειμένη να χάσει. Και όσους πόντους και αν έχασε ο Παναγιώτης Γιαννάκης από τη θητεία του στον Ολυμπιακό, οφείλει να του αναγνωρίσει κανείς ότι αυτή τη νοοτροπία στη διάρκεια της θητείας του την έκοψε μαχαίρι. Κι έτσι στην (εντός της Ελλάδας, ε;) Ολυμπιάδα του 2004 μπορεί «να το πλήρωσε», αλλά τα επόμενα χρόνια η ομάδα του είχε αρχές, είχε τρόπο, είχε φιλοσοφία και όπως έχασε με το κεφάλι ψηλά, άρχισε και να κερδίζει με το κεφάλι ψηλά.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης, που σε κάθε δέκα λέξεις του οι πέντε είναι μπηχτές για το ποδόσφαιρο και εκφράσεις αηδίας τους χουλιγκάνους του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού και οι άλλες πέντε ύμνος των υψηλών ιδανικών της εθνικής, έδωσε προχθές πρώτος το σύνθημα: Και τώρα εμπρός για ήττα.
Η πολυπόθητη ήττα ήρθε. Γιατί όπως λέει κι ο Νίκος «Γιατί πρέπει εμείς να γίνουμε πρεσβευτές του άσπιλου ήθους, καταμεσίς ενός αθλητικού πολέμου;». Δεν έπρεπε. Κι έτσι γίναμε πρεσβευτές μιας σπιλωμένης έλλειψης ήθους. Και μιας ντροπής. Που όμως δεν νιώθουμε στα αλήθεια. Ό,τι κι αν λέει ο άλλος με τη βαριά βοστωνέζικη προφορά.
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα οι παίκτες μού φταίνε λιγότερο από όλους που έκατσαν και έχασαν. Αμφιβάλλω πόσοι στη θέση τους θα είχαν φερθεί διαφορετικά. Δεν έκατσαν να χάσουν μόνοι τους. Έκατσαν να χάσουν γαλουχημένοι με την ιδέα ότι αυτή είναι η καπάτσα λύση, η λύση που θα τους οδηγήσει στο φως.
Το φως είναι ακόμα μπροστά. Μόνο που τώρα είναι λεκιασμένο. Μόνο που τώρα και τους Ισπανούς να περάσουμε, και μετάλλιο να πάρουμε, αυτή η ομάδα δεν θα είναι πια το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της καλύτερης δυνατής εκδοχής μας, αλλά το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σκέτο, το συγκρότημα που αντιπροσωπεύει εκτός από όλα τα ωραία μας και τον νεοελληνικό συμφεροντολογισμό σε όλο του το ξετσίπωτο μεγαλείο.
πηγη:
http://old-boy.blogspot.com/2010/09/blog-post_03.html