Ηρθε η ώρα να σας παρουσιάσω τη συνέντευξη του Σέρτζιο Κονσεισάο πριν λίγες μέρες σε γνωστό περιοδικό.
Καλή απόλαυση:
SERGIO CONCEIÇAO
ΠΑΟΚ ΕΙΣΑΙ

Ο Σέρτζιο Κονσεισάο ξεκίνησε το ποδόσφαιρο ξυπόλητος κι έφτασε να γίνει ίνδαλμα σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Αυτό που δεν άλλαξε ποτέ ήταν το πάθος του για τη νίκη. Ο Πορτογάλος άσος του ΠΑΟΚ μίλησε στο MAXIM για όλα…
-Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;
Ξεκίνησα από μικρός, όπως όλα τα παιδιά. Και στη συνέχεια έγινε ανάγκη για μένα, καθώς μου έδινε τα χρήματα που χρειαζόμουν για να ζήσω. Προέρχομαι από μια ταπεινή οικογένεια, και με το ποδόσφαιρο είχα τη δυνατότητα να βοηθήσω οικονομικά.
-Τι θυμάσαι από την πρώτη φορά που ακούμπησες μπάλα;
Θυμάμαι που έπαιζα μπάλα στο δρόμο με τα παιδιά της γειτονιάς μέχρι αργά το βράδυ, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας μου από τη δουλειά και να με φωνάξει στο σπίτι.
Ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να κλοτσήσω την μπάλα και η ευχαρίστηση που έπαιρνα, που δε με ενδιέφερε το ότι πολλές φορές το έκανα και ξυπόλητος! Ήταν δύσκολα στην αρχή, καθώς ήμασταν συνολικά οκτώ αδέρφια κι εγώ ήμουν ο έβδομος- γι αυτό και το νούμερο στη φανέλα μου.
-Περίμενες ποτέ ότι θα κάνεις την καριέρα που έκανες τελικά;
Ήταν τόσο μεγάλη η ευχαρίστηση μου όταν έκανα προπόνηση κι έπαιζα ποδόσφαιρο, που δεν το σκεφτόμουν καθόλου αυτό. Όλα ήρθαν πολύ φυσικά, χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα. Και μόνο που φορούσα τη φανέλα της Πόρτο ήταν για μένα κάτι πολύ μεγάλο, πολύ σημαντικό. Μετά ήρθε η μεταγραφή στη Λάτσιο, που ήταν τότε η ακριβότερη μεταγραφή Πορτογάλου ποδοσφαιριστή και δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω… αυτό που με ενδιέφερε εμένα προσωπικά ήταν κάθε μέρα να γίνομαι καλύτερος και σιγά σιγά ήρθαν όλα από μόνα τους.
-Τι θα έλεγες ότι χρειάζεται ένας ποδοσφαιριστής για να φτάσει ψηλά; Το ταλέντο φτάνει από μόνο του;
Πιστεύω ότι μόνο το ταλέντο δε φτάνει για να πάει ένας ποδοσφαιριστής ψηλά. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει κι ο χαρακτήρας του παίκτη: να έχει πάντα τη θέληση για τη νίκη, να επιθυμεί καθημερινά να γίνεται καλύτερος και να προσπαθεί γι αυτά.
-Πως το βλέπεις το ποδόσφαιρο; Ως δουλειά ή ως ευχαρίστηση;
Και τα δύο. Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι το βλέπω μόνο ως δουλειά ή μόνο ως χόμπι. Το ποδόσφαιρο με βοήθησε να κερδίσω αρκετά χρήματα, αλλά είναι παράλληλα κι ένα μεγάλο πάθος. Αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση όταν μυρίζω το χορτάρι του γηπέδου, απολαμβάνω τις πλάκες στα αποδυτήρια, παθιάζομαι όταν αγωνίζομαι. Όλα αποτελούν μέρος της ζωής μου και το απολαμβάνω.
-Έφτασες σε σημείο να πεις: «Δεν αντέχω άλλο με το ποδόσφαιρο»;
Ποτέ. Εκτιμάω το ποδόσφαιρο, γιατί μου προσέφερε πολλά τόσο σε οικονομικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, να ταξιδέψω, να γνωρίσω άλλες χώρες και να μάθω τη γλώσσα τους, να γίνω ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος… Είμαι ευλογημένος που κατάφερα να κάνω τόσα πολλά πράγματα μέσω της μπάλας.
-Η πιο ευχάριστη στιγμή στην καριέρα σου ποια θα έλεγες ότι ήταν;
Είναι αρκετές οι ευχάριστες στιγμές, καθώς είχα την τύχη να κατακτήσω πρωταθλήματα με την Πόρτο και τη Λάτσιο, κύπελλα, αλλά και το κύπελλό ΟΥΕΦΑ. Οι πιο σημαντικές νίκες έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου, όπως επίσης και το χατ τρικ που είχα πετύχει με την Εθνική Πορτογαλίας εναντίον της Γερμανίας. Ήταν μια δυνατή στιγμή για μένα, καθώς λίγοι ποδοσφαιριστές έχουν πετύχει κάτι ανάλογο.
-Και η πιο δυσάρεστη στιγμή;
Πάντα είναι δυσάρεστες οι στιγμές όταν φεύγω από το γήπεδο και η ομάδα μου έχει χάσει, όπως κι όταν αντιμετωπίζω έναν τραυματισμό και δεν μπορώ να βοηθήσω την ομάδα μου αγωνιζόμενος. Όταν είμαι έτσι, είμαι πολύ κακοδιάθετος ακόμα και στο σπίτι. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μένα να είμαι καλά ψυχολογικά, γιατί ειδάλλως, δεν μπορώ να αποδώσω.
-Πως ένα ποδοσφαιριστής της δικής σου αξίας αποφάσισε να πάει να αγωνιστεί στο Κουβέιτ;
Δεν είναι περίεργο να πάει ένας ποδοσφαιριστής εκεί. Πολλοί είναι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, όπως ο Μπατιστούτα, που το έκαναν φτάνοντας στο τέλος της καριέρας τους, γύρω στα 32-33 χρόνια. Επιπλέον, δεν μπορείς να πεις και όχι στα συμβόλαια που σε προσφέρουν εκεί, γιατί είναι πολύ υψηλά. Έτσι έγινε και μ’ εμένα, αν και έμεινα μόνο τρεις μήνες εκεί, γιατί υπερίσχυσε στη ζυγαριά η οικογένεια μου και το γεγονός ότι κατάλαβα πως μπορούσα αν αγωνιστώ για τέσσερα, πέντε χρόνια ακόμη στην Ευρώπη.
-Και ύστερα προέκυψε ο ΠΑΟΚ…
Ακριβώς. Ήξερα πόσο μεγάλη ομάδα είναι ο ΠΑΟΚ και χάρηκα για την ευκαιρία που μου δόθηκε. Έτσι, μίλησα με τον «μίστερ» (σ.σ.: αναφέρεται στον Φερνάντο Σάντος), του είπα ότι δεν είμαι 100% καλά από άποψη φυσικής κατάστασης, ωστόσο συζητήσαμε και τελικά υπέγραψα για ενάμιση χρόνο. Μαζί με τον πρόεδρο και το Ζήση, που μου μίλησαν διεξοδικά για το τριετές πλάνο της ομάδας, με έπεισαν να υπογράψω και να συμμετάσχω σε αυτή την προσπάθεια.
-Φερνάντο Σάντος, ο προπονητής σου: έχετε μια ιδιαίτερη σχέση…
Είμαστε δύο άνθρωποι που σέβονται πολύ ο ένας τον άλλο. Γνώριζα τον «μίστερ» από παλιά, ίσως από το 1998..Τον σέβομαι απολύτως προπονητή κι εκείνος εμένα ως ποδοσφαιριστή. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ μαζί, άκουγα άλλους ποδοσφαιριστές που τον είχαν προπονητή, και τώρα έχω κι εγώ την ευκαιρία να δουλέψω μαζί του.
-Θοδωρής Ζαγοράκης και Ζήσης Βρύζας: τι σημαίνουν για τον ΠΑΟΚ;
Μαζί με τον προπονητή είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι της ομάδας. Είναι πολύ κοντά στην ομάδα, καθώς είναι πρώην ποδοσφαιριστές, νεαροί και ξέρουν να δουλεύουν. Πιστεύω ότι ο ΠΑΟΚ με αυτούς σιγά σιγά, θα φτάσει εκεί που όλοι επιθυμούν.
-Πολλοί λένε ότι ο Ζαγοράκης βλέπει σ’ εσένα τον εαυτό του, γι’ αυτό και συμφώνησε να πάρεις τη φανέλα το αγαπημένο του «7».
Το γνωρίζω αυτό, με τιμάει και με γεμίζει ευθύνες, συνάμα. Ο Ζαγοράκης είναι ένας πραγματικός ηγέτης και με χαροποιεί το γεγονός ότι φοράω τη φανέλα με το «7», που φόρεσε εκείνος, κι έγινα ο πρώτος ξένος αρχηγός της ομάδας. Με προκαλεί υπερηφάνεια να φοράω το περιβραχιόνιο μιας τόσο μεγάλης ομάδας, μυθικής, όπου πραγματικά βρήκα πολύ καλά πράγματα.
-Κάποιοι σε χαρακτηρίζουν «κακό παιδί», ενώ κάποιοι άλλοι σε λένε «μαχητή» λόγω των αντιδράσεων σου μέσα στον αγωνιστικό χώρο..
Ο,τι κάνω, το κάνω με βάση το ένστικτο μου. Δε σκέφτομαι ότι πρέπει να συμπεριφερθώ έτσι ή αλλιώς σε μια συγκεκριμένη φάση. Για μένα είναι πόλεμος και θέλω να κερδίσω τη μάχη. Όπως λένε και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ, «μέχρι το θάνατο», κάπως έτσι είναι. Μου βγαίνει φυσικά, πάντα έτσι ήμουν, είναι χαρακτηριστικό μου, με αυτό γεννήθηκα.
-Τι το διαφορετικό έχει ο ΠΑΟΚ σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες;
Πιστεύω ότι το διαφορετικό είναι οι φίλαθλοι του! Εκτός από τη δουλειά που κάνουν ο Ζαγοράκης με τον Βρύζα και τον προπονητή- και πραγματικά έχει αποτέλεσμα, καθώς η ομάδα είναι τελείως διαφορετική από πέρυσι-, υπάρχουν οι φίλαθλοι. Επιπλέον, τώρα είμαστε μια οικογένεια αι αυτό, φυσικά, είναι δουλειά όλων. Πέρυσι ήταν δύσκολα τα πράγματα για όλους. Τώρα σκεφτόμαστε ότι είμαστε στην ίδια βάρκα, έχουμε τους ίδιους στόχους και παλεύουμε γι’ αυτούς.
-Τι διαφορές πιστεύεις ότι υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες όπου βρέθηκες;
Η Ιταλία θεωρώ ότι είναι στην κορυφή από άποψη ποδοσφαίρου, με πολύ δυνατές ομάδες. Η Πορτογαλία είναι σαν την Ελλάδα, αν κι εδώ το ποδόσφαιρο είναι πιο ανταγωνιστικό, πιο μαχητικό και δυναμικό. Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος που βρίσκομαι στην Ελλάδα και αγωνίζομαι εδώ με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Όσο για τη διαιτησία, πιστεύω ότι παντού τα ίδια γίνονται.
-Οι νεαροί ποδοσφαιριστές της ομάδας σε βλέπουν σαν πρότυπο.
Με σέβονται τόσο ως άνθρωπο όσο κι ως ποδοσφαιριστή, για την καριέρα μου. Όταν μπορώ, τους βοηθάω με τον τρόπο μου, τους συμβουλεύω. Από εκεί και πέρα, πρέπει μόνοι τους να βρουν τη δύναμη, τη θέληση να προχωρήσουν. Την ποιότητα την έχουν, αφού βρίσκονται στον ΠΑΟΚ. Στο χέρι τους είναι να ακολουθήσουν τις οδηγίες του προπονητή και τις συμβουλές των πιο έμπειρων για να πάνε ψηλότερα.
-Η προσαρμογή σου στον Ελληνικό τρόπο ζωής ήταν εύκολη;
Πανεύκολη, γιατί ο κόσμος εδώ είναι πολύ συμπαθητικός, πολύ ανοικτός, όπως κι ο καιρός, που θυμίζει την Πορτογαλία. Γενικά, αισθάνομαι σα να είμαι στην πατρίδα μου, γιατί οι δύο χώρες μοιάζουν πάρα πολύ.
-Οι τέσσερις γιοι σου προπονούνται στα τμήματα υποδομής του ΠΑΟΚ, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλάνε για το ταλέντο τους..
Το πρώτο πράγμα που με ενδιαφέρει για τα παιδιά μου, είναι να διαβάζουν τα μαθήματα τους και να φέρονται σωστά στο σπίτι. Μετά έρχονται όλα τα άλλα.. Εγώ απλώς θέλω οι γιοι μου να είναι ευτυχισμένοι, τίμιοι και να γίνουν σωστοί άνθρωποι, κι ας ακολουθήσουν όποιο δρόμο θέλουν.
-Πως περνάς συνήθως, τον ελεύθερο σου χρόνο στη Θεσσαλονίκη;
Ο ελεύθερος μου χρόνος είναι πού λίγος, γιατί υπάρχουν οι προπονήσεις και μετά τα τέσσερα παιδιά με τα σχολεία και τις υποχρεώσεις τους. Όταν όμως μπορώ, απολαμβάνω με ευχαρίστηση μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, στην παραλία ή μια έξοδο για φαγητό μαζί με φίλους.
-Τι θα έλεγες ότι είναι αυτό που απολαμβάνεις περισσότερο στην πόλη;
Με αρέσει πολύ ο τρόπος ζωής στη Θεσσαλονίκη, γιατί οι άνθρωποι εδώ είναι πού ήρεμοι κι ευχάριστοι. Πάντα με το φραπέ και χωρίς να δείχνουν αγχωμένοι. Έχουν μονίμως ένα χαμόγελο και είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειάζεσαι. Επίσης, απολαμβάνω το καλό φαγητό, βρίσκω ό,τι θέλω, είτε ψάρι, είτε κρέας, κι αυτό με θυμίζει πολύ την πατρίδα μου.
-Σου λείπει κάτι σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο αυτή τη στιγμή;
Είμαι καλά, έχω αρκετά πράγματα στη ζωή μου. Ίσως μου λείπει μια κόρη! Στην καριέρα μου, μου λείπει ένας τίτλος με τον ΠΑΟΚ!
-Του χρόνου είναι η ευκαιρία..
(σ.σ.: Γέλια.) Θα πρέπει να πάρω πρώτα μια απόφαση για το τι θα κάνω του χρόνου.
-Έχεις σκεφτεί καθόλου τι θα κάνεις όταν έρθει η στιγμή να κρεμάσεις τα ποδοσφαιρικά σου παπούτσια;
Δεν ξέρω, ίσως να ξεκουραστώ για έξι μήνες ή ένα χρόνο! Δεν είμαι σίγουρος, βέβαια, αν θα αντέξω τόσο.. Ο,τι κι αν κάνω, πάντως, θα συνδέεται με το ποδόσφαιρο..
Προτίμησα να μην τονίσω αυτά που είδα ως σημαντικά και να σας αφήσω εσάς να σχολιάσετε όσα λέει. Αυτό που έχω να πω και πάλι εγώ είναι ότι ο Κονσεισάο είναι έτοιμος να επεκτείνει το συμβόλαιο με την ομάδα για τουλάχιστον ακόμη ένα χρόνο..