Ο υποψήφιος αγοραστής της ΠΑΕ ΠΑΟΚ στις 14 Ιουλίου 2003 εξομολογείται στην εφημερίδα «Φουτμπόλνιι Κουριέρ»: «Ποτέ δεν υπήρξα φανατικός οπαδός του ποδοσφαίρου. Μικρός έπαιζα μπάλα στην αυλή, αλλά όταν έφτασε η ώρα να αποφασίσω, αντί για το σώμα μου, επέλεξα να προπονώ το μυαλό μου». Με το ποδόσφαιρο ο Ιβάν Σαββίδης έμπλεξε επιχειρηματικά το 2002. «H ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο από τη θέση του προέδρου μιας ομάδας κατά μία άποψη είχε πολιτικό χαρακτήρα. Ο κυβερνήτης της περιοχής του Ροστόφ Βλαντίμιρ Φεντορίτσεφ μου ανέθεσε να διατηρήσω την ομάδα στην κατηγορία. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το 90% των θεμάτων που αφορούν την ομάδα λύνεται σε συνεργασία με τον κυβερνήτη» παραδέχεται με κυνικό τρόπο.
H Ροστόφ απέφυγε τον υποβιβασμό, αλλά ο Σαββίδης δεν περίμενε ότι το ποδόσφαιρο θα κυριαρχούσε στη ζωή του. «Οταν ανέλαβα την ομάδα υπέθετα ότι θα διοικούσα από κάποια απόσταση. Σύντομα κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι χόμπι ούτε αθλητισμός αλλά αρρώστια... Οταν αντιλήφθηκα ότι κάποιοι ποδοσφαιριστές κορόιδευαν τους οπαδούς, τους έβαλα στη λίστα των υπό μεταγραφή. Οσο είμαι εγώ στην ομάδα δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα στημένο παιχνίδι. Δεν ήρθα στο ποδόσφαιρο για να λερώσω το όνομά μου. Επιπλέον ή θα παλέψουμε για την κορυφή ή η ομάδα θα συνεχίσει χωρίς εμένα» υπογράμμισε πιάνοντας τον σφυγμό των οπαδών της ομάδας.
«Ο πρόεδρος δεν πρέπει να εμπλέκεται στη δουλειά του προπονητή» σχολίασε στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη. Μετά την ήττα στον τελικό Κυπέλλου Ρωσίας το 2003 ο Σαββίδης εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα της ποδοσφαιρικής ασθένειας. «Πήγα στα αποδυτήρια και με αυστηρό τόνο ανακοίνωσα σε όλους ότι βρίσκομαι σε αναζήτηση προπονητή διότι οι υπάρχοντες δεν μπορούν να υλοποιήσουν τους στόχους της ομάδας. Τον τελικό με τη Σπαρτάκ δεν τον έχασε η ομάδα αλλά ο προπονητής» δήλωσε με στόμφο ο πρόεδρος Σαββίδης.
Παρά φύσιν ποσά για μεταγραφές
Ο ποντιακής καταγωγής επιχειρηματίας γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτικός σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 17 Δεκεμβρίου 2003 στην εφημερίδα «Σπορτ Εξπρές»: «Με μεγάλη ευχαρίστηση θα αγόραζα Ρώσους και Ευρωπαίους, κοστίζουν όμως ακριβότερα» απαντά στην ερώτηση γιατί δίνει έμφαση στην αγορά παικτών από την Αφρική. «Τι σημαίνουν για σας επιτυχία και αποτυχία;» συνεχίζει ο δημοσιογράφος. «Αν το φιλοσοφήσεις, τα χρήματα στο ποδόσφαιρο έχουν εξευτελιστεί. Αγοράζουν ποδοσφαιριστές με τριάντα, σαράντα, πενήντα εκατομμύρια δολάρια. Τέτοια πράγματα είναι παρά φύσιν. Πενήντα εκατομμύρια κοστίζει μια ολοκληρωμένη επιχείρηση η οποία θα κάνει χρόνια να αποφέρει κέρδη στην κοινωνία και στην οικονομία. Αν το ποδόσφαιρο είναι αθλητισμός και όχι μπίζνες, γιατί να επενδύσεις σε έναν παίκτη πενήντα εκατομμύρια; Αυτό σημαίνει ότι το ποδόσφαιρο είναι μπίζνες και ο ιδιοκτήτης που επενδύει 100 εκατομμύρια επιθυμεί να τα κάνει 101 και όχι 99. Οταν δεν τα κάνει 101, αρχίζει να ρωτάει τι δεν έκανε σωστά ως άνθρωπος, ως πολιτικός, ως πολίτης της Ρωσίας, ως κάτοικος του Ροστόφ» απαντά... φιλοσοφώντας το.
Γνωρίζοντας την αδυναμία του Σαββίδη να παρεμβαίνει παντού, ο δημοσιογράφος της «Σπορτ Εξπρές» επιμένει να μάθει γιατί διαφωνεί με τον εκάστοτε προπονητή. «Αργά ή γρήγορα η Ροστόφ θα βρει προπονητή με τον δικό μου χαρακτήρα. Αθλητισμός και δημοκρατία είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Για να υποχρεώσεις 11 ανθρώπους να δουλέψουν με ομοφωνία πρέπει ή να είσαι καλός ψυχολόγος ή να ξέρεις να τρίβεις παξιμάδια. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει» απαντά σαν καλός... φούρναρης ο Σαββίδης και συνεχίζει αποκαλύπτοντας: «Προσπαθώ να μην εμπλέκομαι στη δουλειά του προπονητή. Οταν όμως βλέπω ότι τα χρήματά μου πέφτουν στην άμμο, δεν μπορώ να μείνω στην άκρη. Στο παιχνίδι με τη Ζενίτ επί 80 λεπτά οι παίκτες δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν τίποτε. Συμβούλεψα τότε τον προπονητή να βάλει στο παιχνίδι τον Αλχάζοφ και τον Ασλανίδη και μάλιστα μαζί»...
Στις 11 Ιουνίου 2005 ο Ιβάν Σαββίδης εξηγεί στη «Σπορτ Εξπρές» γιατί η Ροστόφ δεν ξεκίνησε καλά στο πρωτάθλημα Ρωσίας. «Χαμηλό μπάτζετ, άσχημες βοηθητικές εγκαταστάσεις, σφάλματα στην πολιτική απόκτησης παικτών, χαμηλό επαγγελματικό επίπεδο της ομάδας και του προπονητικού τιμ» σχολιάζει και αλλάζει θέμα. «Τα χρήματα των ολιγαρχών δεν θα ανεβάσουν το επίπεδο του ρωσικού ποδοσφαίρου. Πρέπει να αλλάξουν πολλά. Δεν είναι λογικό ένας παίκτης να κοστίζει περισσότερο από ό,τι ολόκληρη η δική μας ομάδα» συμπληρώνει προφανώς με την ιδιότητα του πολιτικού. Και επειδή το ποδόσφαιρο συνεχίζεται ανεξαρτήτως επιτυχιών και αποτυχιών, δηλώνει για να το μάθουν οι συμπολίτες του: «Το Ροστόφ ενδεχομένως πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι τα επόμενα χρόνια θα διεκδικεί μια καλή κατάταξη στη βαθμολογία και τίποτε παραπάνω».
Εκτοτε χάνονται τα ίχνη του Σαββίδη στην ιστοσελίδα της Ροστόφ. Προτού ενδιαφερθεί για την απόκτηση του ΠΑΟΚ τον ανακάλυψε ο νέος γενικός διευθυντής της Ροστόφ Ρόχους Σοκ, ο οποίος στις 9 Ιανουαρίου 2006 μιλώντας στη «Σπορτ Εξπρές» αποκάλυψε ότι ο ίδιος ανέλαβε τη διοίκηση της ομάδας με εντολή του νέου κυβερνήτη της περιοχής Βλαντίμιρ Τσουκ. Για τον Σαββίδη ο Σοκ λέει ότι «είναι φιλότιμος άνθρωπος αλλά είναι φανερό ότι έχει καεί από το ποδόσφαιρο» και του εύχεται «να βοηθήσει τη ΣΚΑ (μικρότερη ομάδα του Ροστόφ) να αποκτήσει τη χαμένη αίγλη της για το καλό του ποδοσφαίρου στο Ροστόφ και στη Ρωσία».
Οσο για την πορεία της Ροστόφ στο περυσινό πρωτάθλημα της Ρωσίας, η «Σπορτ Εξπρές» σχολιάζει ότι «θα περάσουν χρόνια και θα γίνει μύθος για το πώς συγκέντρωσε 16 βαθμούς στους τελευταίους εννέα αγώνες και έμεινε στην κατηγορία».
http://www.tovima.gr/sports/article/?aid=172925