Και μιας και άνοιξα το ντουλαπάκι της μνήμης, θα κάνω μια αναφορά στις πρώτες ΠΑΟΚτσήδικες μου αναμνήσεις.. Ελπίζω να τις βρείτε ενδιαφέρουσες.
Μιας και γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα (19/10/1976), στο Παγκράτι, η επαφή μου με τον ΠΑΟΚ μέχρι τα 15 που μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη (150 μέτρα από τον Ναό, προς μεγάλη μου αγαλλίαση

), ήταν κυρίως μέσω εφημερίδων, ραδιοφώνου και (ελάχιστα) τηλεόρασης, οπότε οι λιγοστές φορές που βρέθηκα σε γήπεδα του λεκανοπεδίου για να παρακολουθήσω από κοντά τη μεγάλη μου αγάπη έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Το μικρόβιο της ΠΑΟΚτσήδικης θρησκείας, μου μεταδόθηκε από τον αείμνηστο Κυρ-Αλέκο, τον πατέρα μου. Πρώτη μου ανάμνηση από γήπεδο που αγωνιζόταν η ΠΑΟΚάρα ήταν ο τελικός κυπέλλου του 82-83 με την ΑΕΚ, στο ΟΑΚΑ στις 29 Ιουνίου 1983. Από ότι μου είχε πει ο πατέρας μου βέβαια, με είχε πάρει πριν από αυτό και σε άλλα ματς του ΠΑΟΚ στο λεκανοπέδιο αλλά αυτό είναι το πρώτο που έχω κάποιες αμυδρές αναμνήσεις. Εκείνη τη μέρα πήγαμε με τον πατέρα μου επίσκεψη μου σε μια θεία μου και μου είχε πει ότι μετά ακολουθούσε κάποια έκπληξη. Εγώ περίμενα ότι θα πηγαίναμε στο RODEO (μεγάλο LUNA PARK της εποχής στην παραλιακή), αλλά τελικά η έκπληξη ήταν μεγαλύτερη. Φυσικά λόγω ηλικίας εγώ δεν είχα συναίσθηση ότι ο ΠΑΟΚ εκείνη τη μέρα έπαιζε τελικό κυπέλλου, αλλά όταν φτάσαμε στο ΟΑΚΑ κατάλαβα ότι θα παρακολουθούσαμε αυτήν την ομάδα με τα ασπρόμαυρα και το μυστηριώδες όνομα, που κάθε βδομάδα έβλεπα τον πατέρα μου να περιμένει εναγωνίως να δει μερικά λιγοστά της στιγμιότυπα στην Α(θ)λητική Κυριακή. Να αναφέρω εδώ ότι δεν ήμασταν μόνοι μας στο γήπεδο αλλά μαζί μας ήταν και οι φίλοι-του-πατέρα-μου-από-τη-δουλειά (εμένα τότε μου ακουγόταν σαν μια λέξη), ένα συνονθύλευμα χανουμιών, βάζελων και γαύρων. Αυτά που μου έχουν μείνει από το ματς εκείνο (εκτός από τη στεναχώρια του πατέρα μου για το αποτέλεσμα και την καζούρα που του γινόταν από τους ΑΕΚτζήδες συνάδελφούς του), ήταν η απεραντοσύνη του γηπέδου και η τεράστια φασαρία που επικρατούσε (θυμάμαι χαρακτηριστικά το σύνθημα "Ε-Ε-Ένωση" από τα χανούμια).
Επόμενη ποδοσφαιρική μου ανάμνηση είναι από τη χρονιά που σηκώσαμε το δεύτερο πρωτάθλημα, το 1985, όπου και ήμουν αρκετά μεγάλος πλέον για να παρακολουθώ την ΠΑΟΚάρα συνειδητά. Ένα από τα πρώτα παιχνίδια του ΠΑΟΚ στη χαβούζα τη χρονιά εκείνη ήταν με το Αιγάλεω στο ομώνυμο γήπεδο. Μετά το απαραίτητο ψήσιμο του πατέρα μου στη διάρκεια της εβδομάδας, την Κυριακή ξεκινήσαμε για την άλλη άκρη της Αθήνας (βλέπετε λόγω έλλειψης αυτοκινήτου η διαδρομή Παγκράτι-Αιγάλεω, ακόμη και με ταξί, ισοδυναμούσε με τουλάχιστον 45 λεπτά δρόμο). Αφού φτάσαμε στο γήπεδο και προμηθευτήκαμε 2 εισιτήρια σε "καλή" θύρα κατ' απαίτηση του πατέρα μου, μπήκαμε στο γήπεδο καθυστερημένοι, τη στιγμή που ο ΠΑΟΚ άνοιγε το σκορ (από ότι είδα τώρα γιατί ειλικρινά δεν το θυμόμουν) με αυτογκόλ του Σημαιοφορίδη. Μιλάμε για "έκσταση". Η καλή θύρα που ήταν τα εισιτήρια μας, ήταν δίπλα στο πέταλο των ΠΑΟΚτσήδων. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που είχα "στενή επαφή τρίτου τύπου" με τους πιο τρελούς οπαδούς στο κόσμο. Δεν νομίζω να παρακολούθησα ποδόσφαιρο εκείνο το μεσημέρι... τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στον Λαό.... Την ίδια χρονιά θυμάμαι ένα Σαββατοκύριακο που είχα κατέβει στο άλσος (άλσος Παγκρατίου, μια "όαση" πρασίνου στο κέντρο της τσιμεντούπολης), για να παίξω μπάσκετ. Ένας από τους "μεγάλους" (μαθητής Λυκείου πιθανότατα), κρατώντας μια αθλητική εφημερίδα στο χέρι, με ρώτησε τι ομάδα ήμουν. Φυσικά του απάντησα "ΠΑΟΚάρα" και η "πληρωμένη" απάντηση που έλαβα; "Άλλος ένας που πάει κάθε χρονιά με τους πρώτους"

Προφανώς έκρινε "εξ ιδίων τα αλλότρια".
Ας περάσουμε τώρα στις μπασκετικές αναμνήσεις... Ο πατέρας μου, αν και φόλα ΠΑΟΚτσής, από το μπάσκετ και τους κανονισμούς του, ήξερε από ελάχιστα έως καθόλου. Έτσι φυσικά και η ενασχόληση του με το μπάσκετ του ΠΑΟΚ ήταν μηδαμινή. Βέβαια είχε μεγαλώσει σε μια εποχή που το μπάσκετ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ήταν ο αδιαφιλονίκητος "βασιλιάς των σπορ". Αντίθετα στις δεκαετίες του 80 και 90, που μεγάλωσα εγώ –και κυρίως φυσικά μετά το ’87-, το μπάσκετ μεσουρανούσε. Επίσης η ζωντανή μετάδοση από την ΕΡΤ ενός αγώνα μπάσκετ κάθε Σάββατο (και φυσικά όλων των ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρης και Άρης-ΠΑΟΚ), ήταν από τις λιγοστές ευκαιρίες για έναν πιτσιρικά που μένει στην Αθήνα, να παρακολουθήσει την αγαπημένη του ομάδα σε ένα από τα κυριότερα σπορ. Έτσι λοιπόν, όταν μια χρονιά (κάπου στη μέση της δεκαετίας του ‘80) ο ΠΑΟΚ ερχόταν να παίξει με την Νήαρ Ηστ στην Καισαριανή (που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Παγκράτι), ήταν μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά την ομαδάρα που έβλεπα μόνο από την (απρόμαυρή μας) TV.To απαραίτητο ψηστήρι στον μπαμπά έπιασε τόπο και βρέθηκα στο μικροσκοπικό γυμναστήριο της Καισαριανής, όπου και παρακολούθησα τον ΠΑΟΚ να… κάνει μια από τις χειρότερες εμφανίσεις της δεκαετίας και με λάθος (ποιού άλλου άραγε) του Προδότη να χάνει από την Νήαρ Ηστ (που εκείνη τη χρονιά νομίζω υποβιβάστηκε) με 61-60.
Και τώρα θα αναφερθώ στην πιο γλυκιά και δυνατή ανάμνηση που έχω από τον μπασκετικό ΠΑΟΚ, τα χρόνια που έμενα στην Αθήνα (λίγο μυθιστορηματικά για να είναι και πιο ενδιαφέρον το ανάγνωσμα). Είναι Μάρτης του 1991, και η πανίσχυρη ομάδα του ΠΑΟΚ εκείνης της χρονιάς, με προπονητή τον Ντράγκαν Σάκοτα (Πρέλεβιτς, Μπάρλοου, Σταυρόπουλος, Μουνόπανο, Ιωάννου, Παπαχρόνης, Μακαράς, Μπουντούρης), φτάνει στον πρώτο Ευρωπαϊκό τελικό της ιστορίας του (Κύπελλο Κυπελλούχων) που θα γίνει στην Γενεύη. Αντίπαλος της η Ισπανική Σαραγόσα. Εκείνη την εβδομάδα ο βραδινός ύπνος για τον πιτσιρικά στο Παγκράτι, που είναι και ο μόνος ΠΑΟΚτσής στο σχολείο του ,είναι σχεδόν αδύνατος και όταν τελικά έρχεται ,τις μικρές ώρες της νύχτας, είναι γεμάτος τρίποντα, κύπελλα και τρελά πανηγύρια. Η εβδομάδα πριν τον τελικό κυλάει αργά, και τα πειράγματα στο σχολείο δίνουν και παίρνουν. Οι συμμαθητές του πιτσιρικά, αν και στο ποδόσφαιρο είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οπαδοί των τριών μεγάλων ομάδων της Αθήνας, στο μπάσκετ (που οι ομάδες τους είναι ανύπαρκτες) είναι σκουλικόφρωνες και υποστηρίζουν την ομάδα που σπρώχνεται ξεδιάντροπα από τους διαιτητές και προβάλλεται ως ομάδα θαύμα από τα ΜΜΕ, μόνο και μόνο γιατί αγωνίζεται σε αυτήν ο παίκτης που σε μεγάλο βαθμό χάρισε στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μερικά χρόνια πριν. Δεν μπορούν να διανοηθούν ότι η Νέμεσις αυτής της ομάδας -δεν θα λερώσω τα χείλια μου αναφέροντας το όνομά της-, που επί 3 συναπτά έτη απέτυχε παταγωδώς να σηκώσει έναν ευρωπαϊκό τίτλο, θα επιτύχει εκεί που αυτοί έφαγαν τα μούτρα τους. Φωτεινές εξαιρέσεις, σε αυτό το νοσηρό κλίμα, αποτελούν ο κολλητός και συνομήλικος του πιτσιρικά, που μένει στην ίδια πολυκατοικία με αυτόν, ο Αναστάσης (φίλαθλος Πανιωνίου), και ο καθηγητής που του κάνει Φυσική και Χημεία, ο θρυλικός οπαδός της Δόξας Δράμας, Μόνιος. Αμφότεροι αρνούνται, όπως και ο πιτσιρικάς, να υποκύψουν και να αφομοιωθούν από τον αντιΠΑΟΚτσήδικο μηχανισμό, που λειτουργεί ολόγυρά τους. Η ημέρα (η καλύτερα η νύχτα) του τελικού φτάνει, και η τύχη παίζει άσχημο παιχνίδι στον πιτσιρικά της ιστορίας μας, αφού το μάθημα αγγλικών στο φροντιστήριό του που κανονικά γίνεται Δευτέρα, αυτή τη βδομάδα, λόγω ασθένειας του καθηγητή Κου Αρνή, αναπρογραμματίστηκε για την Τρίτη 26 Μαρτίου, τη βραδιά του τελικού. Με συνοπτικές διαδικασίες, οι δυο πιτσιρικάδες της ιστορίας μας, το ΠΑΟΚτσάκι και το πανθηράκι, αποφασίζουν (αν και οι εξετάσεις του Lower είναι επικίνδυνα κοντά και γνωρίζουν πως οι γονείς τους θα ειδοποιηθούν σίγουρα σε περίπτωση απουσίας) να την κοπανίσουν από το μάθημα και να παρακολουθήσουν τον τελικό. Ευτυχώς το σπίτι του πιτσιρικά είναι άδειο, αφού η μητέρα του είναι νυχτερινή νοσοκόμα και ο πατέρας του σε επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία. Αφού λοιπόν προμηθεύονται τα απαραίτητα πιτσίνια, δρακουλίνια, πακοτίνια (και οτιδήποτε άλλο προϊόν της tasty με κατάληξη –ίνια), και (υπερσπάνιο φαινόμενο) 4 μπουκάλια Heineken, θρονιάζονται τον καναπέ και το μεγάλο ματς αρχίζει. Στην αρχή οι δυο ομάδες πάνε πόντο -πόντο, αλλά όσο περνάει η ώρα, και με τη βοήθεια των ευρωκορακιών, η Σαραγόσα μοιάζει να πατάει γκάζι και να απομακρύνεται, παρά την ηρωικοσυγκηνιτική εμφάνιση του Μπάνε. Το φάντασμα της ήττας κάνει την εμφάνισή του, και μαύρες σκέψεις κατακλύζουν τον πιτσιρικά. Σκέφτεται πως θα πάει σχολείο την επόμενη μέρα… Μια έκτακτη αμυγδαλίτιδα θα βοηθούσε σίγουρα, αλλά με μάνα νοσοκόμα … ζόρικα τα πράγματα. Ξαφνικά οι στίχοι του Καββαδία πλημυρίζουν το μυαλό του… «-Γιε μου, που πας; -Μάνα θα πάω στα καράβια..». Έχει και το νονό του μηχανικό σε γκαζάδικο… θα τα κατάφερνε. Ευτυχώς όμως, φαίνεται πως και τα ΠΑΟΚια που ακολούθησαν την ομάδα στη Γενεύη, κάναν παρόμοιες σκέψεις. Να γυρίσουν στη πατρίδα ΧΩΡΙΣ το κύπελλο; ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ. Το συνθήματα «ΕΝΑ ΔΥΟ ΤΡΙΑ – Γ@ΜΙΕΤΑΙ Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ» και «ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΕΜΕΙΣ Η ΚΑΝΕΙΣ», δονούν το «Πατινουάρ» και μια σεμνή συλλογή αντικειμένων τέχνης προσφέρεται απλόχερα από τους Έλληνες φιλάθλους προς το διαιτητικό δίδυμο, το οποίο και διακόπτει προσωρινά τον αγώνα για να τα συλλέξει. Η διακοπή εκείνη τη στιγμή (που ο σπήκερ της ΕΡΤ είχε προδιαθέσει ως οριστική), κόβει τον ρυθμό των ισπανών, και με την επανέναρξη του παιχνιδιού ο λακαμάς αποβάλλεται και τη θέση του παίρνει ο Πητ «Μπουλ» Παπαχρόνης. Ο Μπάνε αποφασίζει πως το ματς είναι του ΠΑΟΚ (κάντε ότι καταλαβαίνετε, φαίνεται να λέει στους σπανιόλους ,εγώ σουτ δεν χάνω) και το 76-72 είναι γεγονός. Μερικά πράγματα στο σαλόνι του πιτσιρικά γλύτωσαν από τα έξαλλα πανηγύρια των 2 φίλων, και ο ύπνος για τον πρωταγωνιστή μας ήρθε εύκολα και γλυκά. Το επόμενο πρωί στο σχολείο ήταν η πιο ευτυχισμένη, μέχρι εκείνο το σημείο, στιγμή της ζωής του. Όταν μπήκε στο προαύλιο περπατώντας δίπλα-δίπλα με το κολλητάρι του και κορδωμένος σαν γύφτικο σκεπάρνι, ένοιωθε όλα τα μάτια κολλημένα πάνω του.
Υ.Γ. Η τελευταία ιστοριούλα-ανάμνηση δίνεται με τόνους χιουμοριστικούς-υπερβολικούς για ευνόητους λόγους
