επικαλούμαι [epikalúme] Ρ10.10 αόρ. επικαλέστηκα, απαρέμφ. επικαλεστεί στη σημ. I και αόρ. επικλήθηκα, απαρέμφ. επικληθεί στη σημ. II : I1.αναφέρω κτ. για ορισμένο σκοπό: Nα μην επικαλούμαστε το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα.
α. αναφέρω κτ. για να δικαιολογήσω ορισμένη ενέργεια, συμπεριφορά ή άποψή μου: Δεν πήγε στη δεξίωση επικαλούμενος λόγους υγείας. ~ τη μαρτυρία κάποιου. β. αναφέρω και χρησιμοποιώ κτ. ως νομικό επιχείρημα, ιδίως σε δικαστήριο για να πετύχω κτ.: ~ ορισμένο νόμο.
Ο συνήγορος επικαλέστηκε λόγους ανωτέρας βίας και πέτυχε αναβολή της δίκης. 2. ζητώ κτ. από κπ.: α. ενώ βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση: ~ τη βοήθεια / τη μεσολάβηση κάποιου. Επικαλείται το Θεό. β. προβάλλοντας ορισμένη αιτία ή δικαιολογία, αναφέροντας, κάνοντας μνεία ιδιοτήτων, αισθημάτων κτλ.: ~ τη γενναιοδωρία / τα φιλάνθρωπα αισθήματα κάποιου. Ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την επιείκεια του δικαστηρίου. II. (σπάν.) επονομάζομαι: Mωάμεθ ο B' ο επικαλούμενος Πορθητής
Δε νομιζω να ειναι η καταλληλη λεξη.Αν πονας καπου δεν επικαλεισαι οτι πονας.Πας στον προπονητη και λες οτι πονας.Θεωρω οτι εχει γινει λαθος στη συνταξη του κειμενου.Αυτο διαβασαν στο gazzetta κι εγραψαν τον εξης "προκλητικο" τιτλο
"Θεμα με Γκαρσια"http://www.gazzetta.gr/content/view/44917/2/Καλο ειναι να προσεχουν τι γραφουν στο επισημο site.