από Aureliano Buendia » Τετ 13 Απρ 2022, 16:18
Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο topic, δεν βρήκα κάτι πιο σχετικό, αν τυχόν χρειάζεται, ας το μεταφέρουν οι mod όπου κρίνουν πως πρέπει να ενταχθεί.
Μια μέρα σαν κι αυτή, 30 παρά 1 χρόνια πριν, η πιο λυπητερή μέρα της παιδικής μου ηλικίας, με πάσα ειλικρίνεια. Παιδάκι, διακοπές Πάσχα με γονείς, καλεσμένοι στο σπίτι οικογενειακών φίλων σε κάτι εσχατιές της Πελοποννήσου (πρέπει να ρωτήσω κάποια στιγμή τη μάνα μου, μήπως και θυμάται την ακριβή τοποθεσία). Υποτίθεται πως θα είχα παρέα τις δύο κόρες του φιλικού ζεύγους, οι οποίες εντέλει δεν ήταν εκεί (ποτέ δεν μου έφυγε από το μυαλό η υπόνοια ότι με απέφυγαν τεχνηέντως), καλύτερα όμως, διότι μπορούσα να συγκεντρωθώ ολόψυχα στην ονειροπόλησή μου. Στην κάθοδο προς τα νότια, τα σημάδια της εκστρατείας ολοφάνερα. Μεμονωμένα αμάξια με κασκόλ, σπρέι ΠΑΟΚΑΡΑ σε τοίχους, μάντρες και τούνελ, πλάι στα «ΠΑΣΟΚ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ» και «ΝΔ 45%» γραμμένα με πράσινη και μπλε μπογιά (οι 40 και άνω σίγουρα μπορούν να σχηματίσουν νοερά την εικόνα), ασπρόμαυρα παρεάκια σε βενζινάδικα και σταθμούς νταλικέρηδων.
Φτάσαμε Μ. Δευτέρα και εγώ πλήρως αποσυνδεδεμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, αδιάφορος στα ερεθίσματα και σε κάθε απόπειρα επικοινωνίας. «Είναι στεναχωρημένος που δεν ήρθαν τα κορίτσια και δεν έχει παρέα», «πολύ εσωστρεφές είναι το παιδί, μήπως δεν έχει παρέες στο σχολείο» και άλλα παρόμοια πλανιόνταν στον αέρα. Κάθε τρεις και λίγο, ανέβαινα στον πάνω όροφο για να μείνω μόνος και να έχω την άνεση να πλάθω δραματικές φάσεις του επερχόμενου ημιτελικού. Φυσικά, δεν ένιωθα πως έκανα διακοπές με τέτοιο άγχος και τέτοια ταραχή. Τη βραδιά του αγώνα, οι γονείς μου και οι φίλοι τους με τραβολόγησαν σε μια ταβέρνα σε κάτι κορφοβούνια, με ελάχιστα τραπέζια και φημισμένες σούβλες, παρά την γκρίνια μου για να με αφήσουν μόνο στο σπίτι. Τουρίστες και γέροντες οι πελάτες, γαύροι ο ταβερνιάρης και οι δυο-τρεις σερβιτόροι, κοινώς, μαύρη απελπισία. Η αληθινή τραγωδία, όμως, ήταν η τηλεόραση. Μικροσκοπική, ασπρόμαυρη, στερεωμένη σε μια βάση σχεδόν στο ταβάνι, χωρίς τηλεκοντρόλ (άλλαζες κανάλια με το κουμπί) και, το κυριότερο όλων, κλειστή ενώ ο αγώνας ξεκινούσε σε δέκα λεπτά. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να έχω απαιτήσει τόσο στιβαρά το οτιδήποτε. Εννοείται έγινα η ατραξιόν της ταβέρνας: ένας πιτσιρικάς, σε εκείνη την κλασική άβολη ξύλινη καρέκλα, μόνος κάτω από την τηλεόραση, να στραβολαιμιάζεται για δύο ώρες.
Το αληθινά εκπληκτικό είναι το πόσο δεν άφησα τον εαυτό μου να ενθουσιαστεί ούτε δευτερόλεπτο (αν διαβάσει το κείμενο κάποιος φίλος μου θα γελάσει, διότι ακόμη και τώρα πρέπει να είναι 99,99 % βέβαιη η νίκη/πρόκριση για να αφεθώ) παρότι ήμασταν συνεχώς μπροστά στο σκορ. Είχα μείνει ακούνητος, αγέλαστος, ανέκφραστος για 30-φεύγα λεπτά αγώνα. Μονάχα μια στιγμή, αφέθηκα στιγμιαία και αντέδρασα: όταν ο Μπάρλοου έκανε κάτω από το καλάθι το 68-61 με ταμπλό. Έσπασα ένα χαμογελάκι, τινάχτηκα ανεπαίσθητα, γύρισα από τη θέση μου και κοίταξα τους γονείς μου με ένα βλέμμα «όλα πάνε καλά» (δεν ξέρω αν παρακολουθούσε το ματς από μακριά ο μπαμπάς μου, αν και πραγματικά ήταν τόσο μικρή η οθόνη και τόσο ψηλά που ήταν ψιλοαδύνατον, εκτός αν καθόσουν ακριβώς από κάτω, όπως εγώ - ήταν, πάντως, ο μόνος από τους υπόλοιπους 4 που ενδιαφερόταν για το παιχνίδι, χωρίς να είναι ΠΑΟΚ).
Έκτοτε, 30 χρόνια μετά, εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος πως ήταν νομοτελειακό και αναπόδραστο, κάτι σαν αρχαία τραγωδία ή φιλμ νουάρ: τη στιγμή που χαλάρωσα, άρχισαν να κινούνται τα γρανάζια της τραγωδίας. Ο Ιακοπίνι ξανά και ξανά και ξανά. Το απόλυτο πελάγωμα του Ντούντα. Το χαμένο σουτ του Μπάνε και ο Κόρφας να περιμένει μάταια στη γωνία ολομόναχος. Ο Ραγκάτσι. Ο Ραγκάτσι. Ένα όνομα που κουδουνίζει μέσα μου ακόμη σαν εφιάλτης από το παρελθόν. Φυσικά, ήταν το μόνο του καλάθι. Φυσικά, δεν έκανε ποτέ οτιδήποτε άλλο στην καριέρα του. Είχε σταλεί σε αυτόν τον κόσμο για με ρίξει στη δυστυχία, ολοκλήρωσε την αποστολή του και χάθηκε στις σκιές. Πάνω από όλα, εκείνα τα καταραμένα δυόμισι τελευταία δευτερόλεπτα που δεν μας έδειξε ποτέ η ΕΡΤ2, στη χειρότερη διαχείριση διαφημιστικού χρόνου στην ιστορία της τηλεόρασης. Όταν η η εικόνα επέστρεψε στο ΣΕΦ, η καρδιά μου έχασε καναδυό χτύπους. Φυσικά, αν τοποθετήσουμε το συγκεκριμένο συμβάν, με τη σχεδόν μεταφυσική παράνοια που επικρατούσε για το μπάσκετ, σε σημερινά δεδομένα κοινωνικής-οπαδικής συμπεριφοράς, το ραδιομέγαρο της ΕΡΤ θα είχε γίνει στάχτη και μπούρμπερη.
Και κάπου εκεί, ανοίγουν οι βρύσες. Κλάμα ατελείωτο, κλάμα ασταμάτητο, σπαραγμός κανονικός. «Το παιδί παρα-ασχολείται με τον ΠΑΟΚ και τα αθλητικά», το πόρισμα. Πού να καταλάβουν πως αυτό που βίωσα παραήταν ενήλικο για την ηλικία μου. Παραήμουν μικρός για να ζήσω μια στιγμή «τώρα ή ποτέ», με την μπίλια να κάθεται στο «ποτέ». Τοσοδά παιδάκι κατάλαβα αυτοστιγμεί πόσο αμείλικτος είναι ο χρόνος, πως ό,τι γράφει δεν ξεγράφει ποτέ, πως σε ορισμένες συγκυρίες δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες: είτε γιορτάζεις είτε πενθείς για μια ολόκληρη ζωή. Έπρεπε να το πάρουμε και δεν το πήραμε. Τόσο απλό. Για όλες τις διακοπές του Πάσχα, συμπεριφερόμουν σαν το παιδάκι στην «6η αίσθηση», που βλέπει νεκρούς παντού.
Στην επιστροφή, σε μια στάση για φαγητό, συναντήσαμε έναν γνωστό του πατέρα μου, ο οποίος είχε κατέβει για το f4 και μας ενημέρωσε ότι ο ΠΑΟΚ ήρθε εντέλει τρίτος και ότι η Λιμόζ είχε κάνει την έκπληξη. Ό,τι και αν ακολούθησε, όσο και αν παθιάστηκα-τρελάθηκα-έκλαψα-παλάβωσα με τον μπασκετικό ΠΑΟΚ στα 90s (τόσο πολλές οι στιγμές, τι να πρωτοθυμηθείς) είχα πλήρη συναίσθηση ότι το τραύμα της 13/4/1993 θα μεγαλώνει μέσα μου διαρκώς. Περιττό να πω ότι είδα για πρώτη φορά στιγμιότυπα από τον αγώνα εκείνο μόλις πέρσι. Δεν το λέω για πλάκα, δεν το λέω για εφέ, το απέφευγα συνειδητά (και μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει ξαναδεί πολλάκις ματς ολόκληρα από εκείνον τον καιρό).
Χωρίς καμία υπερβολή, εκείνη η Μ. Τρίτη, στο δικό μου τεφτέρι, ήταν η σημαντικότερη και δραματικότερη ημέρα στην ιστορία του συλλόγου. Όσοι δεν το βίωσαν από πρώτο χέρι, δεν μπορούν να καταλάβουν τι (θα) σήμαινε εκείνο το κύπελλο. Είναι αδύνατον να αναπλάσει κανείς με λόγια τη φρενίτιδα, την έξαψη και την καύλα που πυροδοτούσε το μπάσκετ εκείνη την εποχή. Το παίρναμε και είχαν σβήσει όλα μονοκονδυλιά, όσα προηγήθηκαν (Άρης, Γκάλης, Ιωαννίδης) και όσα έμελλε να έρθουν (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, πρώτες Ευρωλίγκες που κατέληξαν σε ελληνικά χέρια). Παρεμπιπτόντως, εκείνη την εποχή η ένταση, η πώρωση, η τρέλα και η αντιπαλότητα όλων με όλους δεν είχε καμία σχέση με την εποχή των f4 του Άρη, με τις ατάκες («Έκλειναν τα μαγαζιά τις Πέμπτες», «όλη η Ελλάδα ήταν Άρηθ»), που θυμίζουν λεύκωμα με αποξηραμένα τριαντάφυλλα και μου φέρνουν τάση για εμετό.
Τον Απρίλη του 1993, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΟΚ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΤΟ ΓΟΥΣΤΑΡΑΜΕ. Με ΠΑΟΚ, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό πανίσχυρους, με τον Άρη ακόμη ισχυρό (τουλάχιστον, το 1993) και στον απόηχο της δικής του χρυσής εποχής, με Πανιώνιο (πρωτίστως) και Ηρακλή (δευτερευόντως) να έχουν ομαδάρες, με τις μικρές ομάδες να έχουν έδρες που κοχλάζουν και να παλεύουν όλα τα ματς με κάθε αντίπαλο, τα μπασκετικά 90s ήταν η απόλυτη οπαδική ονείρωξη. Και προσωπικά μιλώντας, παραμένουν ένα από τα βιώματα που ορίζω ως βαθιά προσωπική πατρίδα.
Έχω μια ολίγον μουρλή θεωρία αλυσιδωτής αντίδρασης, που εντοπίζει τη ρίζα του κακού δύο χρόνια νωρίτερα. Στον 5ο και στον 6ο τελικό πρωταθλήματος με τον Άρη, στην πιο ασύλληπτη, εξωφρενική, αποκαρδιωτική, αδιανόητη, αυτοκτονική συμπεριφορά οποιασδήποτε ομάδας στην ιστορία του ομαδικού αθλητισμού. Στο μυαλό μου πάει ως εξής: Πρωτάθλημα το ’91, καπάκι με Γενεύη, απόλυτη εκθρόνιση του Άρη και του Γκάλη (ιδίως αν συνοπολογίσεις πως θα το είχαμε κάνει 4-2 από 0-2) - το ’92 πρωτάθλημα ξανά (δεν χανόταν ούτε με θεϊκή παρέμβαση εκείνο), πρώτη γνωριμία με πρωταθλητριών, αποφυγή της τραγωδίας στη Ναντ - το ’93 η κατάκτηση της απόλυτης κορυφής. Μόνη πραγματική απώλεια στη μεταφυσική μου εξίσωση η πορεία στο Κόρατς του ’94, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε αυτή τη ζωή.
Όταν αναπολώ όλα τα παραπάνω, δεν ξέρω τι μου λείπει περισσότερο, τι νοσταλγώ πιο βαθιά, τι θυμάμαι πιο έντονα. Μάλλον αυτό το απροσδιόριστο «κάτι», που χάνεται στη διαδρομή της ζωής για όλους μας, αυτή η κοινή για όλους απώλεια που δεν έχει ακριβώς όνομα, που τη συνειδητοποιείς πάντα κατόπιν εορτής, που γιγαντώνεται μέσα σου όσο ξεφτίζει η ορμή των νιάτων. Κάτι που στην πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ τον ΠΑΟΚ. Την ίδια στιγμή, κάτι που έχει συνδεθεί -έστω και συνειρμικά- αμέτρητες φορές με τον ΠΑΟΚ, πολύ περισσότερες -και με πολύ βαθύτερο τρόπο- από ό,τι μπορούν να αντιληφθούν οι «ακόμη με ομάδες ασχολείστε;». Άντε και με την πρόκριση αύριο. Θα είναι πολύ όμορφο αν έρθει.
ΝΙΚΟ ΓΑΜΑ ΤΗΝ ΕΦΗ ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ
www.cinedogs.gr