ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός 68-71. Όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από την ιστορική ειρωνεία.
Όσοι έζησαν τον αθλητικό θάνατο του Μπόμπαν σε ζωντανή μετάδοση, είναι δύσκολο να συνηθίσουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το επώνυμο «Γιάνκοβιτς» τυπωμένο σε μια πράσινη φανέλα με το τριφύλλι στο στήθος. Είναι ανίερο. Είναι προσβολή. Σε κάθε περίπτωση, ο γιος του αγαπημένου Μπόμπαν έχει διαφορετική άποψη και πρέπει να τη σεβαστούμε. Εγώ, προσωπικά, ούτε να τη σεβαστώ μπορώ, ούτε να την καταλάβω. Θεωρώ πως πρόκειται για τεράστια ντροπή –αν υπήρχε μία ομάδα της οποίας το χρήμα δε θα προσκυνούσε ποτέ, ως ελάχιστο φόρο τιμής για όσα τράβηξε ο πατέρας του, αυτή θα ήταν ο Παναθηναϊκός.
Η τραγωδία του Μπόμπαν δεν ήταν το ένα δευτερόλεπτο της απόγνωσης από το σφύριγμα που τον έστειλε στον πάγκο με πέντε φάουλ (με «επιθετικό» πάνω στον Αλβέρτη, που σήμερα θα το σφύριζαν ως «φλόπινγκ» κάποιοι καλοί διαιτητές), στον ημιτελικό της Νέας Σμύρνης απέναντι στον Παναθηναϊκό των Κόμαζετς, Βράνκοβιτς, Γκάλη, Αλβέρτη, Σοκ, του Παβλίσεβιτς και των πρώτων εκατομμυρίων των Γιαννακοπουλαίων. Ήταν το παραμύθι της ελπίδας που ακολούθησε. Βρέθηκε γιατρός στη Νότια Αφρική, σοβαρό ενδεχόμενο να ξαναπερπατήσει, θα καλυφθούν όλα τα έξοδα για να μεταφερθεί στο εξωτερικό σε ειδικό που κάνει θαύματα. Έτσι σκόρπια τα θυμάμαι, πόσο καιρό μετά που γράφανε οι εφημερίδες. Είχα συναντηθεί με τον Αλβανό, μέλος της διοίκησης του Πανιωνίου, στο Ιβανόφειο, στο δεύτερο μικρό τελικό μεταξύ μας, ένας χαμένος άνθρωπος, πανιασμένος ακόμα από το σοκ, «τι να σου πω, παιδάκι μου, ούτε που μας ενδιαφέρει η τρίτη θέση, ο Μπόμπαν να γίνει καλά». Πλησίασα τον Πι Τζέι Μπράουν που τα έλεγε με τον Φασούλα, όλη η κουβέντα γύρω από αυτόν. «Μεν, ιτ’ς κίλινγκ ας». Δεν είχαν φέρει στη Θεσσαλονίκη ούτε δεύτερες φανέλες οι Πανιώνιοι, έπρεπε να κάνουν μπουγάδα για το επόμενο ματς. Όλη η Ελλάδα ασχολούνταν με το δράμα του Μπόμπαν, εκτός από τον Γκάλη και τους Γιαννακόπουλους που μιλούσαν για τη «μεγάλη επιστροφή».
Η 28η Απριλίου 1993 είναι η μέρα που ενέπνευσε το «εμείς θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στο Βορρά». Η μέρα που για πρώτη φορά η διαιτησία έφερε τσαμπουκά το τσίρκο των φαρμακοβιομηχάνων σε τελικό Α1, σφαγιάζοντας σε όλη τη σειρά των ημιτελικών τον τεράστιο Πανιώνιο του Βλάντο Τζούροβιτς, που είχε τερματίσει τρίτος, παρακαλώ, με μία μόλις ήττα παραπάνω από τον πρώτο ΠΑΟΚ, ισόβαθμος με τον Παναθηναϊκό. Τον τεράστιο ΠΑΟΚ του φάιναλ-φορ, την καλύτερη, ίσως, ομάδα μας όλων των εποχών. Τέσσερις ήττες εμείς, πέντε αυτοί. Μπράουν, Χριστοδούλου, Μποσγανάς, Γιάνκοβιτς και ένα μάτσο ρολίστες είχαν καταφέρει να τερματίσουν πάνω από τον Ολυμπιακό και να βγάλουν εκτός τετράδας για πρώτη φορά τον Άρη. Το μπάσκετ άλλαζε –αλλά όχι προς εκεί όπου έπρεπε και δικαιούνταν. Ο ΠΑΟΚ έχασε από τον Ολυμπιακό, ο Πανιώνιος από τον Παναθηναϊκό και η 28/04/1993 έφερε για πρώτη φορά στην ιστορία τους δύο «αιώνιους» σε τελικό Α1. Δε θα ξαναγινόταν, 22 χρόνια στη σειρά, τελικός δίχως έναν από αυτούς –οι 14 θα είχαν αντιπάλους μόνο αυτούς. Το μπάσκετ του Βορρά ξεψύχησε εκείνο το απόγευμα, μαζί με τον 6ο αυχενικό σπόνδυλο του Μπόμπαν.
Το μπάσκετ του Βορρά ξαναχτυπήθηκε χθες, από έναν άλλο Γιάνκοβιτς. Τον καρπό της μορφής που σημάδεψε εκείνη την ιστορική συγκυρία. Τα πρωτοσέλιδα άνετα μπορεί να είναι τα ίδια: «Ιστορική νίκη», «μεγάλος Παναθηναϊκός», «τρέλα για το διπλό». Τότε και τώρα. Κοινός παρονομαστής: Η σφυρίχτρα. Με τη διαφορά πως η τότε ανθρώπινη τραγωδία σήμερα είναι καθαρά αθλητική. Ένα μάτσο ρομαντικοί Παντελάκηδες στη διοίκηση, με τα τεφτέρια και τις προθεσμίες, να μετράνε ευρώ το ευρώ, να προσπαθούν να ξεζουμίσουν την αγορά για να στελεχώσουν μια αξιοπρεπή ομάδα και να τους πέφτουν από τις τρύπιες τσέπες τα πρόστιμα για τα δυναμιτάκια, να καταφέρνουν το ακατόρθωτο και να σηκώνουν κεφάλι στο Θηρίο –που έβλεπε το ματς από τόσο ψηλά και χαμπάρι δεν πήρε για πότε κάναμε αυτό που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ: Το -10 να γίνει ισοπαλία μέσα σε λιγότερο από τρία λεπτά, χωρίς κανένας, μα ούτε ένας, να παίζει καλά. Με τους δύο από τους τρεις κόρακες να φροντίζουν για την τάξη και την ασφάλεια σε κάθε φάση, ανακαλύπτοντας παραβάσεις ή αδιαφορώντας για όσα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους και στα μάτια μας. Γκρινιάξαμε πολλές φορές, γίναμε μέχρι και κομπλεξικοί, αλλά χθες τα είδα όλα από τα πέντε μέτρα, ήμουν μπροστά, ήμουν δίπλα στις φάσεις, το είδα το έργο με τα ίδια μου τα μάτια. Εγκληματίες –τίποτα λιγότερο.
Σε ματς που κρίνεται στο ένα σουτ δεν έχεις να κρίνεις πολλά ούτε να αναλύσεις. Ήσουν ισάξιος, εσύ με τα 350.000 ευρώ μπάτζετ με το μπάτζετ των 15.000.000. Έφτασες τον αγώνα στο τέρμα, τον διεκδίκησες, τον έχασες. Θα μπορούσες να τον είχες χάσει με 20 πόντους, αν δεν έβγαζες 3-4 καλές άμυνες όταν η διαφορά είχε ξεπεράσει τους δέκα ή να τον κερδίσεις, αν έπαιρνες 2-3 σφυρίγματα που έπρεπε να πάρεις στο τέλος. Ή αν έπαιζε ένας βασικός σου καλά. Ή αν ο Μαργαρίτης δεν ήταν ένας κινητός πόνος –ο Μαργαρίτης, ο πιο συγκινητικός στο παρκέ, ένας μικρός Μπάνε, που κόντρα στην ασταμάτητη γιούχα της κερκίδας συνέχιζε να σουτάρει όποτε βρισκόταν ελεύθερος κι ας τα έχανε όλα. Ποιος από τους 6-7 χιλιάδες εχθές γνωρίζει ή θυμάται τον «ορισμό του σουτέρ» από τα χείλη του Πρέλεβιτς, πριν 20 χρόνια: «Αυτός που συνεχίζει να σουτάρει, όσα κι αν έχει χάσει, μέχρι το τέλος». Λεπτομέρειες.
Δεν μπορώ να ξέρω πόσες φορές στην ιστορία του μπάσκετ μία ομάδα έχασε επίτηδες τη βολή, πήρε επιθετικό ριμπάουντ και έβαλε καλάθι ισοφάρισης τέσσερα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη. Προσωπικά, δεν το θυμάμαι ποτέ. Κι όμως, το κάναμε μέχρι κι αυτό. Κοιμήθηκαν οι Θεοί του μπάσκετ για λίγο στο τέλος, ξύπνησαν στην τελευταία φάση. Γιατί, πάνω απ’ όλα, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν το αξίζαμε. Μας δόθηκαν εκατό ευκαιρίες, χάσαμε ό,τι δεν είχαμε χάσει όλη τη χρονιά, πιαστήκαμε στον ύπνο σε αρκετές φάσεις. Υπνωτισμένοι σε όλο το ματς. Ο Κάρτερ απίστευτο χάλι, ο Λάνγκφορντ, πριν πάρει χαμπάρι πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει κοντά στο καλάθι, κοιμόταν όρθιος. Ο Βον ακόμα ψάχνει ποιον πρέπει να μαρκάρει και πού, ο Όντουμ κι ο Τσόχλας για άλλη μια φορά έφταναν στα 4-5 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη της επίθεσης για να αποφασίσουν τι θα την κάνουν την μπάλα, έμειναν οι νέοι, ο Χαριτόπουλος και ο Σινεντίνεβιτς, να μας κρατήσουν κοντά στο σκορ όταν πήγε να απλωθεί. Άλλαξα γνώμη. Μας άξιζε. Για όλο αυτό, επειδή κανείς μας δεν έπαιξε μπάλα και πάλι το φτάσαμε στο τελευταίο σουτ, απέναντι στην ομάδα που κοστίζει/αξίζει 45 φορές όσο η δική μας. Το βλέπεις και έτσι.
Μετά από είκοσι ματς που έχω πάει φέτος, σε μπάλα και μπάσκετ, αυτό που θα μου μείνει είναι η καλύτερη κερκίδα που είχαμε στη χρονιά. Απίστευτος ρυθμός, ασταμάτητη στήριξη, εκπληκτικός κόσμος. Μπασκετικός. Ομορφιά. Για πρώτη φορά μετά από καιρό η κερκίδα έπαιξε μπάλα. Ενδεχομένως, αυτή να μας κράτησε στο παιχνίδι. Ούτε βλακείες, ούτε ύμνοι και σουξεδάκια, ξεσήκωμα, γιούχα καλή στον αντίπαλο, τέλειοι. Να νιώθεις περήφανος ανάμεσά τους, όχι να σου ανακατεύεται το στομάχι. Έδειξαν όλοι πως, άμα το πάρουμε απόφαση, γινόμαστε 6ος παίκτης και όχι ξένο σώμα αυτάρεσκο και άσχετο με την εξέλιξη στον αγώνα. Αν εξαιρέσεις την αηδία «κι η Τούμπα πάλι θα ‘ναι καζάνι» που ακούστηκε μια φορά, δηλαδή ποιος το εμπνεύστηκε μέσα σε όλο το όμορφο πανηγύρι, αν ήμουν «κριτικός κερκίδας» θα έβαζα άριστα 10. Και είμαι τσιγκούνης, λόγω ηλικίας και εμπειριών. Θα έκανα πως αυτό το άσχετο δεν το άκουσα, είχα πάει να κατουρήσω εκείνη την ώρα.
http://www.isovitis.gr/index.php/eyewit/847-ironiaΓια να μην ξεχνάνε οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.