Θα κάνω την αρχή, παραθέτοντας δύο ιστορίες. Μία απο τον Πόντο και μια από την Καππαδοκία...
Δύο ιστορίες που ποτέ δεν θα ξεχάσω καθώς πάντα μου υπενθυμίζουν το τι έκαναν οι πρόγονοι μου όχι απλά για να επιβιώσουν αλλά και να μεγαλουργήσουν στον τόπο τους....
η πρώτη ιστορία μας πάει στον Πόντο και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Λιβάδια της περιοχής Άνω Ματσούκας. Αν και τουλάχιστον έναν αιώνα πριν το παιδομάζωμα και οι γενίτσαροι αποτελούσαν παρελθόν, αυτό δεν σήμαινε ότι οι Οθωμανοί δεν λεηλατούσαν και δεν έπαιρναν παιδιά από τις περιοχές τους. Αλλά οι κάτοικοι εκεί ήταν πλέον υποψιασμένοι αλλά και καλύτερα οργανωμένοι.
Το σπίτι των γονιών της γιαγιάς μου (από την μεριά του πατέρα μου), γειτνίαζε με άλλα δυο σπίτια συγγενών. Το ένα σπίτι είχε πρόσωπο στον κεντρικό δρόμο και τα άλλα δύο είχαν είσοδο από ένα παράπλευρο στενό. Ακόμα δε περισσότερο, μεταξύ τους ενωνόντουσαν με μια “κρυφή” πόρτα, ώστε όταν Οθωμανοί έκαναν έφοδο στα σπίτια, τα παιδιά μπορούσαν με ευκολία να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο σπίτι και από εκεί να βγαίνουν ουσιαστικά έξω από το χωριό όπου κρυβόντουσαν σε μια αυτοσχέδια καλύβα στο δάσος μέχρι να τελειώσει το ότι γινόταν...
Έτσι για δεκαετίες κατάφερναν να γλυτώνουν αγόρια και κορίτσια από τα χέρια των λεηλατών... έτσι κατάφεραν να επιβιώσουν...
η δεύτερη ιστορία, θα μας πάει στη Μουταλάσκη της Καισάρειας, γνωστή και ως “Βερσαλλίες της Καππαδοκίας” λόγω των εξαιρετικών κτισμάτων που υπήρχαν και του γενικά εύπορου πληθυσμού. Ο παππούς μου ήταν μέλος μιας εξαιρετικά εύρωστης οικογένειας που ασχολούνταν κατά βάση με το εμπόριο υφασμάτων. Σχεδόν το μισό χρόνο τον περνούσαν στην Πόλη, εμπορευόμενοι τα προϊόντα τους. Ήταν προνομιούχοι, καθώς η οικονομική τους δύναμη τους έδινε τη δυνατότητα να μην έχουν τον μεγάλο γκαϊλε των Οθωμανών που δεν μπορούσαν έτσι εύκολα να τους πειράξουν... μέχρι το '22...
ο παππούς μου δεν έφυγε το '22 με τους υπόλοιπους. Έκατσε μέχρι και το 1928 όπου και όταν δεν πήγαινε άλλο, αποφάσισε να παρατήσει όλη την περιουσία της οικογένειας του πίσω και να έρθει στην Ελλάδα. Πέρασε τουλάχιστον 6 χρόνια όπου σχεδόν μέρα πάρα μέρα έπρεπε να κρύβεται στο πηγάδι που είχαν για να μην τον ανακαλύψουν. Έβλεπε το σπίτι τους να λεηλατείται και να μην μπορεί να κάνει τίποτα... έβλεπε οι κόποι μιας ζωής να περνάνε στα χέρια των Οθωμανών και να μην μπορεί να κάνει τίποτα... μέχρι που αποφάσισε να φύγει. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη με την Κάντιλακ που είχε τότε, ένα μπόγο ρούχα (2 σώβρακα έλεγε χαρακτηριστικά η γιαγιά μου) και το αγαπημένο του αντικείμενο μέχρι να πεθάνει. Ένα τασάκι....
Αρχικά, έκανε τον ταξιτζή στη Θεσ/νίκη, καθότι η γκρίζα Κάντιλακ τότε ήταν κάτι έξω από την καθημερινότητα. Με τα πρώτα του χρήματα αποφάσισε να έρθει στη Βέροια, όπου γνώρισε και τη γιαγιά μου, ανοίγοντας μια επιχείρηση που στο πέρασμα του χρόνου γιγαντώθηκε και συνεχίζει και σήμερα ακμάζουσα...
Ένας άνθρωπος που τα είχε όλα, τα έχασε όλα, αναγκάστηκε 5 χρόνια να κρύβεται μέρα παρά μέρα σε ένα πηγάδι, αλλά με το πείσμα και το εμπορικό δαιμόνιο που είχαν εκείνοι οι άνθρωποι, κατάφερε και ξανάφτιαξε μια αξιοπρεπέστατη ζωή.
Πόσες ακόμα τόσες ιστορίες... πόσες... Οι Πόντιοι πρόγονοι μου, που αρχικά εγκαταστάθηκαν στο μέγα ρέμα (Ροδοχώρι Νάουσας) και στον Β' Παγκόσμιο αναγκάστηκαν να μετοικίσουν στην Δράμα και μετά να ξαναγυρίσουν στη Βέροια. Η γιαγιά μου από τη Σμύρνη που αφήσαν το αρχοντικό εκεί, το σπίτι στα Πριγκηπόννησα και ήρθαν να μείνουν 8 άτομα σε ένα δωμάτιο...
Πόσες Ιστορίες, πόσες...
πιστεύω, ότι ο ΠΑΟΚ, σαν αυθεντικό, προσφυγικό σωματείο, είναι γεμάτος τέτοιες ιστορίες. Ο ΠΑΟΚ, σαν σωματείο της προσφυγιάς μπορεί να είναι ένας Φάρος μνήμης για τέτοιες ιστορίες...
έχουμε λοιπόν ένα θέμα όπου ο καθένας από εσάς μπορεί να γράψει τις ιστορίες των προγόνων του, τις δικές του ιστορίες, τις ιστορίες που άκουσε μια μέρα από τον παππού ή την γιαγιά, από τον πατέρα ή την μητέρα, που τόσα υπέφεραν για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι άνθρωποι...
Γιατί όπως λένε, λαός που ξεχνάει το παρελθόν, δεν έχει μέλλον...