Το κείμενο δημοσιεύτηκε την Τρίτη, βαριόμουν να το αντιγράψω κι έτσι περίμενα μέχρι να το ανεβάσουν.. Για διαβάστε λίγο τι γράφει ο εν λόγω κύριος..
Προσδοκίες και απαιτήσεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο
SportDay / Χαραλαμπόπουλος Χρίστος
Οχι ότι τον πίστεψε κανένας. Τον απερχόμενο πρόεδρο της ΕΠΟ λέω, ο οποίος όταν συναντήθηκε πριν από λίγες μέρες με τον πρόεδρο της Σούπερ Λίγκας (μια ονομασία ελληνική για το πρωτάθλημα δεν βρήκαμε, την ώρα που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έχουν δώσει στα πρωταθλήματά τους ονομασία από τη γλώσσα τους –επαρχιωτισμός και συμπλέγματα κατωτερότητας) δήλωσε ότι η ελληνική διαιτησία έχει κάνει βήματα προόδου. Η δήλωση αυτή, εμφανώς ελλειμματική σε σοβαρότητα, αντιμετωπίστηκε με τον τρόπο που της άξιζε. Σαν μια μπαρούφα.
Οι επιδόσεις των διαιτητών στην τελευταία αγωνιστική επιβεβαίωσαν την «πρόοδο» της ελληνικής διαιτησίας. Παρακάμπτοντας τη συνήθη εξήγηση για την αποτυχία των διαιτητών, ότι δηλαδή οι διαιτητές κάνουν λάθη γιατί ακολουθούν οδηγίες, στέκομαι στη δική μου διαπίστωση για την ανεπάρκεια της συντριπτικής πλειοψηφίας όσων σφυρίζουν. Μια ανεπάρκεια που διαιωνίζεται από το σύστημα της επιλογής τους και τις απαιτήσεις που έχει το ίδιο το σύστημα από τους διαιτητές. Οι συγγένειες, οι φιλίες και οι πολιτικές γνωριμίες είναι μια χαρά διαβατήριο για μια καριέρα.
Καριέρα που καλοπληρώνεται, αλλά δεν αντιμετωπίζεται ως επάγγελμα. Γιατί σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν κακοί επαγγελματίες που αργά ή γρήγορα μένουν εκτός του χώρου. Ενα από τα πράγματα που δεν έχω καταλάβει έχει να κάνει με τις τιμωρίες των διαιτητών. Αν ο διαιτητής που είχε κακή απόδοση το έκανε σκόπιμα (και είναι ένα ερώτημα το πώς θα επιβεβαιώνεται η σκοπιμότητα του λάθους), η τιμωρία έχει μια χρησιμότητα. Με την έννοια ότι του στερεί εισόδημα και, αν το λάθος επαναληφθεί, μπορεί να τον οδηγήσει στον αποκλεισμό.
Αν όμως τα λάθη είναι αποτέλεσμα των περιορισμένων ικανοτήτων, η τιμωρία δεν κάνει τον διαιτητή ικανότερο. Μόνο η επιμόρφωση μπορεί να τον κάνει ικανότερο. Ομως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Αν υπήρχε, και οι διαιτητές θα ήταν διαφορετικοί, με την έννοια ότι θα μας φιλοδωρούσαν με πολύ λιγότερο τραγικές παραστάσεις. Η περασμένη αγωνιστική, εκτός από τις απαράδεκτες διαιτησίες, είχε ένα ακόμη στοιχείο που δεν μας επιτρέπει να έχουμε –έστω και– μέτριες προσδοκίες από το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τις τρεις περιπτώσεις αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς με «δολοφονικά» μαρκαρίσματα στην Ξάνθη, το Ηράκλειο και την Τούμπα. Τον χαρακτήρα του ελληνικού ποδοσφαίρου τον διαμορφώνουμε όλοι εμείς. Οι φίλαθλοι–οπαδοί, οι δημοσιογράφοι, οι ποδοσφαιριστές και οι προπονητές και, φυσικά, οι διοικήσεις. Οταν λοιπόν καμία από τις διοικήσεις των ομάδων στις οποίες ανήκουν οι τρεις ποδοσφαιριστές που έκαναν αυτά τα άθλια μαρκαρίσματα δεν ένιωσε την ανάγκη να τιμωρήσει –έστω και με ένα πρόστιμο για τα μάτια του κόσμου– αυτές τις συμπεριφορές, τότε γιατί θα πρέπει να περιμένουμε κάτι καλύτερο για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Είμαι πρόθυμος να εξαιρέσω την περίπτωση του Βάλλα στην Ξάνθη, επειδή ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής δεν έχει δώσει τέτοια δείγματα στο παρελθόν. Δεν πιστεύω ότι είχε πρόθεση αλλά και ζήτησε συγγνώμη στο τέλος του παιχνιδιού από τον συνάδελφό του.
Στις άλλες δύο περιπτώσεις όμως, του Μπαρκαουάν στο Ηράκλειο και του Βιτόλο στην Τούμπα, η σιωπή των διοικήσεων τόσο του Βατσινά όσο και του Σκόρδα –ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές– με δεδομένη την αισθητική και την αντίληψη που έχουν και οι δύο για το ποδόσφαιρο, δεν θα πρέπει να δημιουργεί έκπληξη.
Παρόμοιες αντιλήψεις και αισθητική καλλιεργεί και κυριακάτικη αθλητική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, με την προνομιακή συμπεριφορά προς τους τρεις μεγάλους του κέντρου, με τη δήθεν ανάλυση φάσεων και τις κρίσεις των διαιτητικών αποφάσεων, που δεν προσφέρουν στην κατανόηση των κανονισμών, αλλά στην οπαδική πόλωση. Ολα αυτά –και πολύ περισσότερα– δεν μας επιτρέπουν να έχουμε προσδοκίες για ένα καλύτερο ποδόσφαιρο, πόσω μάλλον όταν οι απαιτήσεις που έχουμε αφορούν την ικανοποίηση του οπαδικού εγωισμού.
http://www.sport-fm.gr/article/148752