επισης, για οσους δεν το ειδαν, το αφηνω εδω.
ενα κείμενο γεμάτο..αλήθειες...
Έτρεμα από την αδρεναλίνη. Σε κάθε βήμα προς το Πανθεσσαλικό οι σφυγμοί ανέβαιναν, χτυπούσαν οι φλέβες στα μηνίγγια μου. Ζαλιζόμουν, άρχισα να παραπατάω στην ανηφόρα και στάθηκα για ένα λεπτό να ξαναβρώ την ανάσα μου. Ήρθαν οι δεύτερες σκέψεις στο μυαλό, με κύκλωσαν, με τρομοκράτησαν. Τα πρόσωπα των παιδιών μου. Η μάνα μου. Ο πατέρας μου. Η γυναίκα μου, δυο βήματα μπροστά μου, που δεν είχε ιδέα σε τι μπελάδες θα την έβαζα αν κάτι πήγαινε στραβά στο ψαχτήρι των μπάτσων που μας περίμενε στα εκατό μέτρα. Άναψα τσιγάρο. Άνοιξα το βήμα. Πάμε, μέσα ήδη γίνεται πανηγύρι.
Από καιρό ήθελα να το κάνω. Δεν είμαι τέτοιος τύπος, δε μου αρέσουν τα επικίνδυνα παιχνίδια, αλλά ήθελα μια πράξη παρανομίας, μια συμβολική κίνηση ανυπακοής προς το Σύστημα, μια υπενθύμιση πως ακόμα δεν έχω σκύψει το κεφάλι και δεν ακολουθώ σαν πρόβατο τις υποδείξεις της αστυνομίας. Και διάλεξα το πιο απαγορευμένο αντικείμενο που μπορείς να περάσεις σε γήπεδο. Πλησιάζαμε, ήμασταν μισό λεπτό από το τείχος των θωρακισμένων ματατζήδων με τις ασπίδες, τα γκλομπ και τις μάσκες. Το χάιδευα με τον αντίχειρα, στην κωλοτσέπη, ευχόμενος να γίνει ένα ντου και να το περάσω. Το στομάχι μου μάτωνε από το άγχος, αλλά δεν κώλωσα.
Φτάσαμε στον πρώτο έλεγχο. Απίστευτο σκηνικό, οι πιο αποφασισμένοι μπάτσοι που έχω δει στη ζωή μου, στα 28 χρόνια που πάω στα γήπεδα. Μας εξευτέλισαν, μας ανάγκασαν να σηκώσουμε μαζικά τα χέρια ψηλά και να κουνάμε τα εισιτήρια. Κάπου κρυμμένοι θα ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί-ελεύθεροι σκοπευτές, που με διαστημικά σκάνερ ξεχώριζαν από απόσταση ποιο εισιτήριο ήταν πλαστό και ποιο γνήσιο. Με έπιασε κρύος ιδρώτας, δε γνώριζα αν το εισιτήριο που κρατούσα ήταν γνήσιο ή το είχαν φωτοτυπήσει οι απατεώνες συνοπαδοί που μου το έδωσαν για να μου φάνε τα φράγκα. Τα λίγα δευτερόλεπτα μου φάνηκαν αιώνας -περάσαμε. Αλλά χρόνος για να ξαλαφρώσεις δεν υπήρχε, μας περίμενε το δεύτερο, ανελέητο και εξονυχιστικό ψαχτήρι λίγα μέτρα μετά.
Μπλε και πράσινοι μπάτσοι δίπλα-δίπλα έφτιαχναν το πιο απροσπέλαστο φράγμα στην ιστορία της παγκόσμιας επιτήρησης της Τάξης και της Ασφάλειας. Αμήχανα, ξανάπιασα στην τσέπη το αντικείμενο που θα μπορούσε να με έστελνε για χρόνια στη φυλακή, αυτό που κανένας αστυνομικός ποτέ δε θα σε αφήσει να περάσεις σε γήπεδο, θα σε συλλάβει, θα σε λιώσει με το λοστάρι του, θα σε κλωτσήσει και θα σε χώσει αιμόφυρτο σε μια κλούβα για το κρατητήριο αν σε πάρει χαμπάρι πως έχεις σκοπό να κάνεις τέτοια παρανομία. Πήρα ανάσα, έπιασα την Άννα από το μπράτσο και όρμησα προς το μέρος τους. Τώρα ή ποτέ, όλα ή τίποτα.
Έστειλαν την Άννα να την ψάξει γυναίκα. Έμεινα μόνος μου, στη μέση του ψαχτηριού. Από δεξιά και αριστερά περνούσαν μαχαίρια, καλάσνικοφ, ένας κυλούσε βαρέλι με τσίπουρο και άνοιξαν οι αστυνομικοί να περάσει σχολιάζοντας «κάνα μεζέ δεν έφερες, ρε μεγάλε», μια ομάδα οπαδών με αθλητικές φόρμες και ακόντια στίβου, μπουκάλια με ρετσίνες και ένας πιτσιρικάς με γυάλινες κοκακόλες γι’ αυτούς που τη θολώνουν μετά το τρίτο ποτήρι, ένας ντελιβεράς από το skroutz.gr που παρέδιδε κινέζικους πυρσούς σε ένα γνωστό μου που τους είχε παραγγείλει online όσο περίμενε να μπει στο γήπεδο, κάτι δυτικοί με ένα τσιγάρο που κρατούσαν εφτά άτομα με χίλια εννιακόσια είκοσι έξι φύλλα που το κάνουν σε κάθε τελικό για γούρι, ένα πρεζάκι με γκαζάκι ζητούσε να μάθει πού είναι το κυλικείο να δανειστεί ένα κουτάλι κι ο άγριος επικεφαλής του έδειξε αυστηρά προς το μέρος του. Ήμουν έτοιμος να χάσω τη συγκέντρωσή μου με όλα αυτά. Περνούσαν σχεδόν τα πάντα, αλλά ήξερα πως οι μπάτσοι ψάχνουν μόνο για ένα πράγμα, αυτό που έχουν εκπαιδευτεί στις σχολές να βρίσκουν πάνω στους οπαδούς και να μη σηκώνουν κουβέντα όταν το βρίσκουν. Ανατρίχιασα. Έχασα το μυαλό μου για ένα δευτερόλεπτο και το ξαναβρήκα όταν με σκούντησε ο αιμοσταγής μπάτσος στην πλάτη και μου φώναξε με έναν βρυχηθμό. Έκανα πως δεν άκουσα. Αλλά μπήκε μπροστά και μου ‘κλεισε το δρόμο. Έκλασα μέντες.
Πάγωσαν όλοι τριγύρω. Οι δυτικοί με το 1926φυλλο σταμάτησαν να ξαποστάσουν, ο τυπάς με τις χατζάρες που μόλις είχε περάσει το ψαχτήρι κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω, μήπως χρειαστεί να με βοηθήσει και το εκτίμησα, αδερφός για αδερφό. Ένιωθα όλα τα βλέμματα να με τρυπάνε στην πλάτη και οι κομμένες ανάσες τους περίμεναν την επόμενη κίνηση. Είδα σαν σε όνειρο τη συνέχεια: Το είχε δει το αντικείμενο, το αρπάζει από την τσέπη, ορμάνε πάνω μου ολόκληρη διμοιρία, με σακατεύουν, τρώω δέκα χρόνια κάγκελο, ξαναβγαίνω και τα παιδιά μου είναι έμποροι ναρκωτικών και ζουν κάτω από γέφυρες με τη μάνα τους που βγαίνει στα φανάρια για ζητιανιά με ψεύτικο κομμένο πόδι. Με κοίταξε στα μάτια ο μπάτσος, τον κοίταξα κι εγώ, έχω και ωραία μάτια, γαλανά τιρκουάζ, ίσως να τον μάγεψα, δεν ξέρω, ίσως να έπεσα σε γκέι, ίσως σε θαυμαστή των γαλανών τιρκουάζ -μου τη χάρισε. Φώναξε, για να ακούσουν οι υπόλοιποι τρομοκρατημένοι, «σας παρακαλώ, κύριε, αφαιρέστε το καπάκι από το νερό σας», εγώ το αφαίρεσα, άνοιξε το σφιχτοδεμένο τείχος των αστυνομικών και πέρασα ατιμωμένος. Με αγκάλιασε ένας συνοπαδός με την καραμπίνα στον ώμο, ίδιος ο Αστραπόγιαννος, προσπαθώντας να με παρηγορήσει: «Φίλε, κι εγώ έχω προσπαθήσει μια φορά να περάσω καπάκι και δεν τα κατάφερα, μη σε παίρνει από κάτω». Αλλά ήδη είχα ξενερώσει. Μπορεί να γλίτωσα τη σύλληψη και τη φυλάκιση, αλλά δεν είχα καταφέρει να κερδίσω τους μπάτσους -πραγματικά, όταν το θέλουν, οι μπαγάσες, κάνουν δουλειά.
isovitis.gr