εθνικισμός (ο) (ουσ. αρσ.) (απο το επιθ. εθνικός) η υπέρμετρη προσήλωση στην παράδοση και στα εθνικά ιδεώδη.
εθνισμός (ο) (ουσ. αρσ.) (απο το ουσ. έθνος) η εθνική συνείδηση, η φιλοπατρία
Απο το "Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσα" της Υδρίας - Cambridge - Ήλιος προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Αντίστοιχες ξένες λέξεις σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη μαύρη γάτα για τους ΠΑΟΚτσήδες
nationism και nationalism.
Μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις οι οποίες συγχωνεύτηκαν και γενικεύτηκαν σε μια λέξη και κυρίως στην λέξη εθνικισμός η οποία έχει αρνητική σημασία συνήθως.
Υπάρχουν και οι δυο με την λέξη εθνικισμό να έχει απορροφήσει την λέξη εθνισμό για πολιτικούς λόγους.
Περισσότερα στο παρακάτω
http://akritas-history-of-makedonia.blo ... st_14.html